Pessôa: Μακάριος αυτός που δεν απαιτεί από τη ζωή περισσότερα απ’ όσα αυτή του δίνει αυθόρμητα

0

Όλοι τους έχουν, όπως εγώ, μια καρδιά ενθουσιώδη και λυπημένη. Τους γνωρίζω καλά. Κάποιοι είναι παιδιά για θελήματα, άλλοι υπάλληλοι γραφείου, άλλοι μικρέμποροι, άλλοι πάλι οι νικητές των καφενείων και των μαγέρικων, ένδοξοι χωρίς να το γνωρίζουν μέσα στην έκσταση του εγωτικού τους λόγου, ικανοποιημένοι μέσα στη σιωπή του φιλάργυρου εγωτισμού τους χωρίς τίποτα το πολύτιμο για να φυλάξουν.

Αλλά όλοι τους είναι ποιητές, οι καημένοι, και σέρνουν, στα μάτια μου, όπως και εγώ στα δικά τους, την ίδια αθλιότητα της κοινής μας απρέπειας. Όλοι τους, όπως κι εγώ, έχουν το μέλλον πίσω τους.

Ποτέ δεν αγαπάμε κάποιον. Αγαπάμε απλώς την ιδέα που σχηματίζουμε για κάποιον.

Τελικά αυτό που αγαπάμε είναι μια δική μας έννοια και ο εαυτός μας.

Αυτό είναι αλήθεια σε όλη την κλίμακα του έρωτα.

Στο σεξουαλικό έρωτα αναζητάμε τη δική μας απόλαυση με τη μεσολάβηση ενός ξένου κορμιού.

Στον έρωτα που διαφέρει από τον σεξουαλικό αναζητάμε τη δική μας απόλαυση με τη μεσολάβηση μιας δική μας ιδέας.

Ο αυνανιστής είναι αποτρόπαιος, αλλά, στην απόλυτη αλήθεια, ο αυνανιστής είναι η απόλυτη λογική έκφραση του ερωτευμένου. Είναι ο μόνος που δεν προσποιείται μήτε κοροϊδεύει τον εαυτό του.

Να λες. Να ξέρεις να λες. Να ξέρεις να υπάρχεις μεσ’ από τη γραπτή φωνή και τη νοητική εικόνα!

Η ζωή δεν αξίζει τίποτα παραπάνω: το παραπάνω είναι άντρες και γυναίκες, υποθετικοί έρωτες και ματαιοδοξίες ψεύτικες, προφάσεις της πέψης και της λήθης, άνθρωποι που κινούνται πάνω κάτω, σαν ζώα όταν ανασηκώνουμε μια πέτρα, κάτω από τον μεγάλο αφηρημένο βράχο του γαλάζιου χωρίς νόημα ουρανού.

Η λογοτεχνία που είναι η τέχνη παντρεμένη με τη σκέψη και η πραγματοποίηση χωρίς το ελάττωμα της πραγματικότητας, μου φαίνεται πως είναι ο σκοπός προς τον οποίο έπρεπε να τείνει κάθε ανθρώπινη προσπάθεια, αν ήταν πραγματικά ανθρώπινη και όχι μια επιπολαιότητα του ζωώδους.

Πιστεύω πως λέω κάποιο πράγμα είναι διατηρώ την αρετή του και του αφαιρώ τον τρόμο. Οι αγροί είναι πιο πράσινοι στο λόγο παρά στην πρασινάδα τους. Τα άνθη, αν περιγράφονταν με φράσεις που τα περιγράφουν στο χώρο της φαντασίας, θα είχαν χρώματα ανεξίτηλα που η ζωή των κυττάρων δεν επιτρέπει.

Επανάσταση; Αλλαγή; Αυτό που θέλω στ” αλήθεια από τα βάθη της ψυχής μου είναι να φύγουν τα άτονα σύννεφα που πασαλείβουν με μια γκρίζα σαπουνάδα τον ουρανό.

Αυτό που θέλω είναι να δω το γαλάζιο να προβάλλει ανάμεσα τους, αλήθεια βέβαιη και ξεκάθαρη γιατί τίποτα δεν είναι και ούτε θέλει να είναι.

Ανασυνθέτοντας διαρκώς τον εαυτό μου, τον κατέστρεψα. Από την πολλή σκέψη του εαυτού μου είμαι πια οι σκέψεις μου και όχι εγώ.

Με βυθομέτρησα και άφησα να πέσει ο βυθομετρητής. Ζω για να σκέφτομαι αν έχω βάθος ή όχι, χωρίς πια άλλο βυθομετρητή πέρα από το βλέμμα μου, που μου δείχνει, φωτεινό πάνω στο σκούρο φόντο του καθρέφτη του τεράστιου πηγαδιού, το πρόσωπό μου να με κοιτάζει ενώ το κοιτάζω.

Μακάριος αυτός που δεν απαιτεί από τη ζωή περισσότερα απ” όσα αυτή του δίνει αυθόρμητα, καθοδηγούμενος από το ένστικτο της γάτας, που αναζητεί τον ήλιο όταν υπάρχει ήλιος, και, όταν δεν υπάρχει, τη ζέστη, όπου κι αν αυτή βρίσκεται.

Πιστεύω, ιδανικά, γυναίκα ή επάγγελμα – όλα αυτά είναι κελί και χειροπέδες. Να είσαι και να παραμένεις ελεύθερος. Η ίδια η φιλοδοξία, αν γίνει υπερηφάνεια και πάθος, είναι ένα φορτίο, και δεν θα νιώθαμε υπερήφανοι αν κατανοούσαμε ότι είναι ένα σχοινί από το οποίο μας τραβάνε.

Όχι, ούτε καν δεσμούς με τον εαυτό μας! Ελεύθεροι από τον εαυτό μας και από τους άλλους, στοχαστικοί χωρίς έκσταση, σκεπτόμενοι χωρίς συμπέρασμα, θα ζήσουμε, απελευθερωμένοι από τον Θεό, το μικρό διάλλειμα που η διάσπαση της προσοχής των δημίων παραχωρεί στην έκσταση μας στη διάρκεια της παρέλασης.

Αύριο μας περιμένει η γκιλοτίνα. Αν δεν είναι αύριο είναι μεθαύριο. Ας βγάλουμε περίπατο στον ήλιο την ανάπαυση μας πριν από το τέλος, αγνοώντας συνειδητά τους σκοπούς και τις συνέπειες.

Ο ήλιος θα χρυσίσει τα χωρίς ρυτίδες μέτωπά μας, και η αύρα θα φέρει δροσιά σε όσους έπαψαν να ελπίζουν.

 

Fernando Pessôa «Το βιβλίο της ανησυχίας»απόσπασμα

Φερνάντο Πεσσόα, Fernando Pessoa (1888-1935). Ο Fernando António Nogueira de Seabra Pessôa γεννήθηκε στην Πορτογαλία το 1888. Έχασε τον πατέρα του σε ηλικία πέντε ετών και η μητέρα του έγινε το άπαν στη ζωή του. Το πρώτο γνωστό ποίημά του στην πορτογαλική, όταν ήταν επτά ετών, απευθυνόταν στη μητέρα του. Ο θάνατός της του προκάλεσε βαθύτατη λύπη, απ’ την οποία ο Πεσσόα δεν συνήλθε ποτέ. Έκανε τις σπουδές του στην αγγλική, στο Ντέρμπαν της Ν. Αφρικής, όπου έζησε για 10 χρόνια. Δεν πήρε πανεπιστημιακό πτυχίο, παρόλο που είχε εγγραφεί στη Φιλολογία και στη Φιλοσοφική σχολή. Δεν υπηρέτησε ως στρατιώτης και αντιπαθούσε τον πόλεμο. Πέρασε όλη του τη ζωή σε ένα γραφείο εισαγωγών-εξαγωγών ασχολούμενος με την εμπορική αλληλογραφία στην αγγλική και τη γαλλική. Παρ’ όλη τη γνώση και των δύο γλωσσών είχε αδυναμία στη μητρική του γι’ αυτό και τόνιζε κάθε φορά ότι ”πατρίδα μου είναι η πορτογαλική”. Οι στίχοι του Πεσσόα είναι γεμάτοι από δέντρα, λουλούδια, από τη Φύση σε όλο της το μεγαλείο. Ήταν τύποις καθολικός, αλλά φανατικός πολέμιος του Βατικανού. Παρ’ όλα αυτά μνημονεύει πολλές φορές τον Θεό, όχι όμως όπως τον βλέπει η εκκλησία, αλλά με τη ματιά του πανθεϊστή. Ήταν πολιτικοποιημένος, εκφράζοντας τις πεποιθήσεις του με ποιήματα ή πεζά. Χάρη στον Πεσσόα η Λισαβόνα μπήκε στην παγκόσμια λογοτεχνία κι έγινε πόλη-σύμβολο. Στις 29 Νοεμβρίου πεθαίνει από κίρρωση του ύπατος. Το όνομα Πεσσόα στην πορτογαλική σημαίνει ”πρόσωπο”.

Πηγή: theclown

Σας άρεσε το άρθρο; Κοινοποιήστε το

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *