Έφυγε σε ηλικία 83 ετών ο ηρωικός καπετάνιος της επιχείρησης«Χρυσόμαλλο Δέρας» καπετάν Γιώργος Σαμιωτάκης.

O καπετάν Γιώργος Σαμιωτάκης γεννήθηκε το 1938 στις Στενιές της Άνδρου.

Ο Γιώργος Σαμιωτάκης μαζί με το πλήρωμα του, τον Αύγουστο του 1993, με τον κίνδυνο σύλληψης από τις τουρκικές Αρχές, πέρασε τα στενά του Βοσπόρου, για να παραλάβει 1.500 Έλληνες του Πόντου από το Σοχούμι της Γεωργίας.

Τα 1.500 άτομα είχαν εγκλωβιστεί εκεί, λόγω των συγκρούσεων που είχαν ξεσπάσει στην περιοχή. Τελικά παρά τις δυσκολίες κατάφερε να τους μεταφέρει στην Αλεξανδρούπολη.

Η επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας»

Η συγκεκριμένη επιχείρηση είχε την κωδική ονομασία «Χρυσόμαλλο Δέρας». Την εποπτεία της είχε η τότε υφυπουργός Εξωτερικών Βιργινία Τσουδερού. Την είχε οργανώσει, με άκρα μυστικότητα ο Βασίλειος Ντερτιλής, τότε αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού.

Στις 9 Αυγούστου του 1993 επέπλευσε από τον Πειραιά το ΕΓ/ΟΓ VISCOUNTESS M. της Marlines S.A. του εφοπλιστή Παναγιώτη Μαραγκόπουλου, ο οποίος λέγεται ότι για το ταξίδι αυτό δεν δέχθηκε να αποζημιωθεί.

Σύμφωνα με το σχέδιο, ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου του 1993, το VISCOUNTESS M. Έφθασε στο Σοχούμιμε μία ομάδα περίπου είκοσι ανδρών των ειδικών δυνάμεων και οργάνωσε την εκκένωση. Η επιβίβαση των ομογενών στο πλοίο έγινε με απόλυτη τάξη σε σχέση με τις συνθήκες που επικρατούσαν την περιοχή και πριν νυχτώσει το πλοίο απέπλευσε. Εκείνη την ημέρα έκλεισε μία ιστορία 3.000 χρόνων της παρουσίας του Ελληνισμού στην περιοχή.

Η επιχείρηση όπως την είδε ο καπετάν-Γιώργης

Tο andriakipress.gr μεταφέρει την αφήγηση του καπετάν-Γιώργη για την επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας»: «Με πήρε τηλέφωνο ο Μαραγκόπουλος να πάω σε μια αποστολή. Μου είπαν να πάω το καράβι στον Πειραιά.

Η αποστολή ήταν το σχέδιο «Χρυσόμαλλο Δέρας» για τον επαναπατρισμό των Ελληνοποντίων που είχαν εγκλωβιστεί στο Σοχούμι. Το “Viscountess M” είχε κυπριακή σημαία και δεν μπορούσε να περάσει τα Στενά της Τουρκίας. Κάναμε καμουφλάζ στο όνομα του νηολογίου και αντί για «LIMASSOL» βάλαμε «PIRAEUS». Το βαπόρι ξεκίνησε από τον Πειραιά. Μαζί με το πλήρωμα υπήρχαν και αξιωματικοί του στρατού για πλήρωμα.

Στο ταξίδι πιο πολύ φοβήθηκα τα Στενά της Τουρκίας. Όταν πέρασα τα Στενά πήγαινα για το Σοχούμι της Γεωργίας.

Με είχαν συμβουλέψει να πάω πιο βόρεια γιατί πιο κάτω χτυπούν οι αντάρτες. Στο ταξίδι με σταμάτησε μια πυραυλάκατος στο πέλαγος και ανέβηκαν επάνω. Ήξεραν, όμως, για ποια δουλειά πήγαινα και με άφησαν.

Όταν φθάσαμε στο Σοχούμι γινόταν χαμός. Τους πρόσφυγες τους είχαν διώξει από μακριά. Γινόταν φασαρίες. Ζήτησα να πάω να δω τα ελληνικά σπίτια. Μου έδωσαν ένα στρατιώτη για συνοδεία. Τα πάντα είχαν λεηλατηθεί.

Από το Σοχούμι αναχωρήσαμε τη μέρα της Παναγίας, στις 15 Αυγούστου 1993. Τους πρόσφυγες κανονικά θα τους αποβιβάζαμε στην Αλεξανδρούπολη, την Καβάλα και το Βόλο. Αλλά μιας και είχαμε καθυστερήσει και είχαμε προγραμματισμένο δρομολόγιο για την Ιταλία, τους αποβιβάσαμε όλους στην Αλεξανδρούπολη.

Η γυναίκα του καπετάν-Γιώργη ανέφερε χαρακτηριστικά για εκείνο το ταξίδι: «Μαύρη Παναγία περάσαμε εκείνη την ημέρα. Αλλά, ευτυχώς, όλα πήγαν καλά».

Ο ηλικιωμένος λυράρης Δημήτρης Μαβίδης έπαιζε το θρήνο της Άλωσης
την ώρα που το πλοίο περνούσε τα Στενά (Φωτογραφία: Pontos News)

Αναμνήσεις από την επιχείρηση

Χαρακτηρίστηκε η πιο μεγάλη μέχρι τότε προσπάθεια ευρωπαϊκού κράτους, για την εκκένωσης πολιτών από εμπόλεμη ζώνη. Το όλο εγχείρημα ήταν ιδέα της τότε υφυπουργού Εξωτερικών Βιργινίας Τσουδερού.

Ένας στρατιώτης των ειδικών δυνάμεων, ο Πλάτων Τερζάκης, που συμμετείχε στην επιχείρηση την εποχή εκείνη μετέφερε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ τις αναμνήσεις του:
«Ήμουν φαντάρος πεζοναύτης και ανταποκρίθηκα στο κάλεσμα για εθελοντική υπηρεσία στην επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας».

«Μπήκα στο πλοίο- φεριμπότ και δεν ήξερα που θα πάμε», αφηγείται ο Πλάτων Τερζάκης από το Ηράκλειο της Κρήτης που συμμετείχε σε αυτήν την δύσκολη στρατιωτική επιχείρηση του Ελληνικού Στρατού στο εμπόλεμο Σοχούμι.

«Φορούσαμε πολιτικά ρούχα και φυσικά είχαμε και όπλα μαζί μας. Η κατάσταση ήταν δύσκολη στη Μαύρη Θάλασσα. Όταν περνούσαμε το Βόσπορο, την Τουρκία, έμεινα έκπληκτος πως γίνεται αυτό, να προχωράει το στρατιωτικό ελληνικό πλοίο, χωρίς κανένα εμπόδιο.

Τότε κατάλαβα ότι πρόκειται για κάτι σοβαρό. Αργότερα έμαθα ότι υπήρχε συμφωνία μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας για να περάσει το πλοίο στην Γεωργία να πάρει στην Ελλάδα τους Έλληνες.

«Μόλις είδαν το πλοίο μας συγκεντρώθηκαν στο λιμάνι ένοπλοι που περίμεναν κάτι να πάρουν από μας κάτι ως αντάλλαγμα», λέει.

«Την ώρα της αναχώρησής μας απο το λιμάνι, γύρω στις εννιά το βράδυ μόλις απομακρυνθήκαμε από την ακτή, άρχισαν οι πυροβολισμοί. Ρίχνανε επίσης επιθετικές χειροβομβίδες. Ποιοι ήτανε αυτοί, δεν ξέρουμε, επικρατούσε ανεξέλεγκτη κατάσταση στην Αμπχαζία».

Ο Τερζάκης θεωρεί ότι η επιχείρηση «Χρυσόμαλλο Δέρας» πέτυχε τον σκοπό της και νιώθει περήφανος που έλαβε μέρος σε αυτήν.

«Λες και βρισκόμασταν στο λιμάνι της Σμύρνης το 1922»

«Είχα την τύχη να εργαστώ ως ιστορικός στο Ιστορικό Αρχείο του Σοχούμι κατά τα έτη 1989 και 1991. Έτσι ήρθα σε επαφή με την ανθούσα Έλληνική κοινότητα της πόλης. Εκείνη την εποχή ήμουν οργανικά ενταγμένος στη Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού» λέει ο ιστορικός ερευνητής, Βλάσης Αγτζίδης που ήταν στο πλοίο μαζί με τους ομογενείς και μας περιέγραψε το ταξίδι που σημάδεψε τη ζωή του.

«Συμμετείχα στην αποστολή με την ιδιότητα του ιστορικού, έχοντας ως στόχο την σωτηρία των ελληνικού ενδιαφέροντος υλικού από το Ιστορικό Αρχείο. Ήταν συγκλονιστική η στιγμή που το ελληνικό πλοίο έμπαινε στο λιμάνι του Σοχούμι, σε μια πόλη βουβή και κατεστραμμένη. Εκατοντάδες ομογενείς με τους λιγοστούς μπόγους περίμεναν υπομονετικά υπό τον καυτό ήλιο του Αυγούστου. Λες και βρισκόμασταν και πάλι στο λιμάνι της Σμύρνης εκείνο τον καταραμένο Σεπτέμβρη του 1922. Ήταν σαν μια μικρή Μικρασιατική Καταστροφή», λέει ο Βλάσης Αγτζίδης που παρακολουθούσε στενά τις εξελίξεις στην ΕΣΣΔ από την εποχή της περεστρόϊκα κι είχε καταγράψει με λεπτομέρεια τις εστίες των μελλοντικών συγκρούσεων. Μια από αυτές ήταν η Αμπχαζία.

« Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος που είχε δραματικές συνέπειες στην ελληνική κοινότητα, έγινε μεγάλη προσπάθεια για να υπάρξει ελλαδική παρέμβαση. Από εσωτερικά, υπηρεσιακά κείμενα, προς την ηγεσία υπουργείου Εξωτερικών που περιέγραψαν την τραγική κατάσταση, έως μαζικές κινητοποιήσεις στην Αθήνα των ποντιακών προσφυγικών συλλογών.

Τελικά, αποφασίστηκε η αποστολή ενός πλοίου σωτηρίας στο Σοχούμι, χάρις στην ευαισθησία της (τότε) υπουργού εξωτερικών Βιργινίας Τσουδερού, την ύπαρξη στο περιβάλλον της σοβαρών στελεχών καθώς και το γεγονός ότι στην πρεσβεία μας στη Μόσχα υπηρετούσε ένας πολύ ευαίσθητος διπλωμάτης, ο Διονύσης Καλαμβρέζος.

Με τη συνοδεία ενόπλων Γεωργιανών ο Βλάσης Αγτζίδης πήγε στο Αρχείο όπου είχε δουλέψει επί των ελληνικών ντοκουμέντων για δύο καλοκαίρια: «Δυστυχώς όταν φτάσαμε, είδαμε να στέκουν όρθιοι μόνο τέσσερις μαυρισμένοι από τη φωτιά τοίχοι…

Την καταστροφή την είχαν προκαλέσει οι παρακρατικές γεωργιανές ομάδες. Το αρχείο καταστράφηκε ολοσχερώς, με αποτέλεσμα και την απώλεια του μόνου, σχετικά πλήρους, σώματος της εφημερίδας «Κόκκινος Καπνάς» που υπήρχε στον Καύκασο και μελετούσα σέ επίπεδο διδακτορικής διατριβής.

Εκτός από τον «Κόκκινο Καπνά» χάθηκαν και τα πολύτιμα ελληνικά βιβλία του Μεσοπολέμου, αδιάψευστοι μάρτυρες της πολιτιστικής αναγέννησης του Ελληνισμού πριν τη σταλινική λαίλαπα. Μαζί τους καταστράφηκαν και όλες οι πηγές για την ιστορία της περιοχής».