Τελευταίες έρευνες δείχνουν πως η γεύση μας είναι ο βασικός ένοχος για την ανάγκη μας να καταφεύγουμε σε παχυντικές τροφές.
Γιατί μας αρέσουν τα λιπαρά φαγητά;
Μέχρι τώρα γνωρίζαμε πως η γλώσσα μας αντιλαμβάνεται το αλμυρό, το γλυκό, το ξινό, το πικρό αλλά και το umami, τη λεγόμενη πέμπτη γεύση. Επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον, ωστόσο, κατέληξαν στο συμπέρασμα πως η γλώσσα είναι δυνατό να καταλάβει και τη λιπαρότητα των τροφών. Μάλιστα ανακάλυψαν πως οι διαφοροποιήσεις ενός γονιδίου ενδεχομένως κάνουν κάποιους ανθρώπους πιο «ευαίσθητους» σε αυτή, με αποτέλεσμα να διακρίνουν καλύτερα ποιες τροφές είναι πιο παχυντικές και να τις αποφεύγουν. Η αντίληψή μας για τις λιπαρές τροφές είναι το κλειδί για να μάθουμε να ελέγχουμε ποιες μπορούμε να τρώμε, αλλά και τις ποσότητες των λιπαρών που επιτρέπεται να καταναλώνουμε καθημερινά. Έως τώρα το μόνο που γνωρίζουν με βεβαιότητα οι επιστήμονες είναι πως όσα περισσότερα λιπαρά τρώμε, τόσο λιγότερο «ευαίσθητοι» γίνομαστε απέναντι στη συγκεκριμένη γεύση, με αποτέλεσμα να χρειάζεται να καταναλώσουμε πολύ μεγαλύτερες ποσότητες ώστε να νιώσουμε το ίδιο αίσθημα ικανοποίησης. Οι ερευνητές, κατά τη διάρκεια των πειραμάτων τους, εντόπισαν πως τα άτομα με αυξημένη την πρωτεΐνη CD36 είχαν τη δυνατότητα να διακρίνουν ευκολότερα την παρουσία των λιπαρών σε διαφορετικές τροφές. Μάλιστα, στην απόλυτη πλειοψηφία τους, ήταν αδύνατοι. Οι υπέρβαροι που συμμετείχαν στην ίδια έρευνα είχαν έως και 8 φορές λιγότερη πρωτεΐνη CD36. Επίσης, οι επιστήμονες διαπίστωσαν πως ακόμη και όσοι διέθεταν αρχικά υψηλά επίπεδα της συγκεκριμένης πρωτεΐνης, όταν τρέφονταν με αυξημένες ποσότητες λιπαρών, σταδιακά εκείνη μειωνόταν. Σύμφωνα με τα συγκεκριμένα πορίσματα, οι ερευνητές πλέον είναι σε θέση να υποστηρίζουν πως, εκτός από την κληρονομικότητα, η ίδια η διατροφή μπορεί να παρέμβει στο γενετικό μας κώδικα.