Η ρίζα της υπόθεσης βρίσκεται στο 2007, οπότε επιθεωρητές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής διεξήγαγαν στην Ελλάδα δύο έρευνες από τις οποίες αποκαλύφθηκαν, όπως επισημαίνει το Ευρωδικαστήριο, «πλημμέλειες στους ελέγχους» που είχαν διενεργήσει οι ελληνικές αρχές.
Με απόφαση της 15ης Απριλίου 2011, η Επιτροπή επέβαλε στις αγροτικές δαπάνες που δηλώθηκαν από την Ελλάδα διορθώσεις ύψους πλέον των 250 εκατομμυρίων ευρώ, δηλαδή:
- 133.315.230,85 ευρώ στον ελαιοκομικό τομέα για τις περιόδους 2003/2004 και 2004/2005,
- 3.701.088,51 ευρώ για εκπρόθεσμες δαπάνες κατάρτισης του ΣΓΠ στον ελαιοκομικό τομέα,
- 122.425.959,66 ευρώ για το καθεστώς των άμεσων ενισχύσεων των αροτραίων καλλιεργειών για τις δηλώσεις του 2007.
Στη συνέχεια η Ελλάδα προσέφυγε κατά της απόφασης της Επιτροπής στο Γενικό Δικαστήριο το οποίο, με απόφασή του της 17ης Μαΐου 2013, απέρριψε τους λόγους ακυρώσεως που προέβαλε η Ελλάδα κατά της αποφάσεως της Επιτροπής.
Η Ελλάδα άσκησε στη συνέχεια αναίρεση ενώπιον του Δικαστηρίου της ΕΕ.
Με την απόφασή του το Δικαστήριο της ΕΕ διαπιστώνει ότι η Ελλάδα επιδιώκει, στην πραγματικότητα, να θέσει εκ νέου υπό συζήτηση τις πραγματικές εκτιμήσεις στις οποίες προέβη το Γενικό Δικαστήριο προκειμένου να διαπιστώσει εάν το ελληνικό σύστημα ελέγχου της παραγωγής ελαιόλαδου παρουσίασε επαναλαμβανόμενες ελλείψεις και εάν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις προσαυξήσεως λόγω υποτροπής.
Το Δικαστήριο της ΕΕ κρίνει ότι μια τέτοια εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν επιτρέπεται στο πλαίσιο αναιρέσεως.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο της ΕΕ ανακοίνωσε σήμερα ότι απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως της Ελλάδας και επικυρώνει την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου, καθώς και την απόφαση της Επιτροπής.
Newsroom ΔΟΛ, με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ
Katerina Forti liked this on Facebook.
Ιουλία Φανίδου liked this on Facebook.