Οι άνθρωποι φοβόντουσαν τόσο πολύ τον καφέ που ο Μπαχ έγραψε μία καντάτα
Το “διαβολικό” ποτό ήταν ακατάλληλο για παιδιά, γυναίκες και άντρες που ανησυχούσαν για την ανδροπρέπειά τους (!)
“Πατέρα, κύριε, μην είσαι τόσο σκληρός, αν δεν πιω τον καφέ μου τρεις φορές την ημέρα, θα υποφέρω τόσο και θα συρρικνωθώ όπως ένα κομμάτι ψητό. Αχ, πόσο γλυκιά γεύση έχει ο καφές. Περισσότερο κι από χιλιάδες φιλιά, πιο ήπια κι από ένα κρασί μοσχάτο”. Έτσι, ξεκινάει η Καντάτα του Καφέ ή Schweigt stille, plaudert nicht, όπως είναι ο πρωτότυπος τίτλος στα γερμανικά, που συνέθεσε ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ.
Πρόκειται για μία μίνι κωμική όπερα που εξιστορεί την ανησυχία του Schlendrian, ενός πατέρα που ανησυχεί για την επιθυμία που νιώθει η κόρη του, Liesgen, για τον καφέ και προσπαθεί να τη σώσει. Πιθανότατα αυτό να σου φαντάζει ως ένα αστείο και ίσως διαβάζεις το εν λόγω κείμενο πίνοντας τον καφέ σου, όμως κάποτε ο καφές θεωρούνταν ένα διαβολικό ποτό ακατάλληλο για παιδιά, γυναίκες και άντρες που ανησυχούν για την ανδροπρέπειά τους.
Οι άνθρωποι φοβόντουσαν τόσο πολύ τον καφέ που ο Μπαχ έγραψε μία καντάτα
Ο Μπαχ έγραψε την καντάτα (με στίχους του Picander) τη δεκαετία του 1730, όταν ζούσε στη Λειψία, μια γερμανική πόλη με μια εκρηκτική καφετέρια. Αν και ο καφές είχε κάνει την εμφάνισή του στην πόλη και σε πολλές ακόμα τις δυτικής Ευρώπης δεκαετίες νωρίτερα, ο κόσμος εξακολουθούσε να τον αντιμετωπίζει με καχυποψία, όπως και τους Τούρκους που βοήθησαν στην εξάπλωση του καφέ μέσω του εμπορίου, του πολέμου και των ταξιδιών.
Η Melanie King, συγγραφέας του βιβλίου Tea, Coffee & Chocolate: How We Fell in Love with Caffeine είπε: “Οι πρώτοι κριτικοί του καφέ θεώρησαν ότι οι Άγγλοι ήταν ιδιαίτερα επιρρεπείς στην αντιγραφή των Τούρκων, από τους οποίους θεωρούσαν ότι προερχόταν ο καφές. Ο καφές περιγράφηκε ως “ξεκάθαρο αφέψημα του διαβόλου” και υποτίθεται ότι είχε γεύση “παλιών παπουτσιών” και “αιθάλης”. Δεν βοήθησε βέβαια ότι τα coffee houses ήταν αρκετά θορυβώδη και πολυσύχναστα. Μουσικοί έπαιζαν, άντρες και γυναίκες διασκέδαζαν χωρίς να ακολουθούν τους “κανόνες” της εποχής και σύμφωνα με αρκετές θεωρίες συνωμοσίας, αποτελούσαν μέρη από όπου στήθηκαν αρκετά πολιτικά σενάρια.
Φαίνεται ότι ο Μπαχ θέλησε να κοροϊδέψει την κατάσταση που επικρατούσε στην πόλη του τη Λειψία, με τους αξιωματούχους να έχουν περιορίσει τις ώρες που θα μπορούσε κάποιος να παραμείνει στην καφετέρια και να αγωνίζονται κατά του καφέ. Όταν όμως ο συνθέτης χλεύαζε έναν πατέρα που προσπαθούσε να απαγορεύσει τον καφέ από τη διατροφή της κόρης του, είχε μάλλον καταλάβει την πολιτιστική αμφιθυμία της εποχής του ως προς το ρόφημα. Έζησε άλλωστε ανάμεσα σε ανθρώπους που πίστευαν ότι η παρασκευή καφεΐνης θα μπορούσε να θεραπεύσει τις χρόνιες παθήσεις, να ενθαρρύνει τις επαναστάσεις και να δουλέψει ως ενισχυτικό της ανδρικής στύσης. Η ειρωνεία όλων όμως είναι ότι αυτά τα τρία φλιτζάνια καφέ της Liesgen, είναι σύμφωνα με έρευνα του National Coffee Association για το 2013, η μέση ποσότητα καφέ που καταναλώνεται καθημερινά από τους Αμερικανούς.