Μέχρι στιγμής το τεστ δεν μπορεί να αποκαλύψει ούτε σε ποιο σημείο του σώματος βρίσκεται ο καρκίνος, ούτε πόσο προχωρημένος είναι, όμως δίνει μια έγκαιρη προειδοποίηση στους γιατρούς για να ψάξουν περισσότερο το ζήτημα. Ιδίως για καρκίνους όπως του παγκρέατος ή των ωοθηκών, που δίνουν ελάχιστα προειδοποιητικά σημάδια, προτού οι όγκοι εξαπλωθούν, το νέο τεστ μπορεί να αποδειχθεί σωτήριο.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, το τεστ μπορεί να «πιάσει» σχεδόν οποιονδήποτε καρκίνο, ενώ έχει ευαισθησία περίπου 90%, δηλαδή είναι σε θέση να ανιχνεύσει περίπου 90 στις 100 περιπτώσεις καρκίνου. Η μέθοδος βασίζεται στο ότι το DNA των καρκινικών κυττάρωνπροσκολλώνται γερά στα νανοσωματίδια του χρυσού, πράγμα που δίνει μια άμεση ένδειξη κατά πόσο υπάρχει καρκίνος σε ένα άνθρωπο, ακόμη και αν δεν έχουν εκδηλωθεί συμπτώματα της νόσου. Αν υπάρχουν καρκινικά κύτταρα κάπου στο σώμα, ένα υγρό που χρησιμοποιείται στο τεστ, αλλάζει χρώμα σε ροζ και αποκαλύπτει έτσι την παρουσία τους αμέσως, ενώ αν υπάρχουν μόνο υγιή κύτταρα, το υγρό παίρνει μπλε χρώμα.

«Η τεχνική μάς επιτρέπει τη μη επεμβατική ανίχνευση του καρκίνου μέσα σε μόνο δέκα λεπτά από το πλάσμα του αίματος και τo DNA μέσα σε αυτό. Πιστεύουμε ότι η απλή αυτή μέθοδος μπορεί να αποτελέσει μια καλύτερη εναλλακτική λύση σε σχέση με τις υπάρχουσες τεχνικές για τη διάγνωση του καρκίνου», δήλωσε ο Ματ Τράου, επικεφαλής της έρευνας. Αν αυτό όντως συμβεί, τότε πολλές διερευνητικές βιοψίες (π.χ. του προστάτη) θα καταστούν περιττές, αφού ο γιατρός θα ξέρει ήδη αν κάποιος έχει καρκίνο ή όχι.

«Το μεγάλο πλεονέκτημα είναι ότι πρόκειται για ένα πολύ φθηνό και υπερβολικά απλό τεστ, συνεπώς θα είναι δυνατό να υιοθετηθεί εύκολα στην κλινική πρακτική» δήλωσε η ερευνήτρια Λάουρα Καρασκόζα. «Αν αυτό το τεστ γίνει σε συνδυασμό με άλλα απλά τεστ, θα αποτελέσει ένα ισχυρό διαγνωστικό εργαλείο, το οποίο όχι μόνο θα αποκαλύπτει αν κάποιος έχει καρκίνο, αλλά επίσης το είδος και το στάδιο του καρκίνου» πρόσθεσε.

Ωστόσο, θα χρειασθούν περαιτέρω κλινικές μελέτες σε περισσότερους ανθρώπους, προκειμένου το νέο τεστ να αξιοποιηθεί ευρύτερα.

Επικεφαλής στην έρευνα ήταν ο καθηγητή Χημείας Ματ Τράου του Πανεπιστημίου της Κουίνσλαντ και η σχετική δημοσίευση έγινε στο περιοδικό «Nature Communications».