Τι αλλάζει στους φόρους το 2017 για μισθωτούς και επαγγελματίες
Γεμάτα από κόσμο είναι εδώ και αρκετές εβδομάδες τα συμβολαιογραφικά και τα λογιστικά γραφεία όπως επίσης και τα περισσότερα τμήμα των εφοριών της χώρας.
Χιλιάδες φορολογούμενοι σπεύδουν να προλάβουν την αλλαγή του χρόνου και τις επιβαρύνσεις που θα φέρει: ελεύθεροι επαγγελματίες και ιδιοκτήτες ατομικών επιχειρήσεων σπεύδουν να «κλείσουν» τα βιβλία τους προκειμένου να αποφύγουν τις τεράστιες επιβαρύνσεις που φέρνει το 2017 με την αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών.
Ιδιοκτήτες ακινήτων επιλέγουν με τη σειρά τους να μεταβιβάσουν ακίνητα στα ανήλικα ή στα ενήλικα παιδιά τους προκειμένου να «σπάσουν» την αξία της περιουσίας και να περιορίσουν την επιβάρυνση από τον συμπληρωματικό φόρο ακινήτων. Άλλοι επιλέγουν την αναδιάρθρωση της ακίνητης περιουσίας τους προκειμένου να γλιτώσουν από τον νέο φόρο στο εισόδημα από ακίνητα ο οποίος θα υπολογιστεί με νέα κλίμακα με την επιβάρυνση αγγίζει πλέον ακόμη και το 50%. Στη λίστα όσων έχουν «τρεξίματα» με το τέλος της χρονιάς, πρέπει να προστεθούν και οι ιδιοκτήτες μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων οι οποίοι πρέπει να μετασχηματίσουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα σε άλλη μορφή μόνο και μόνο για να αποφύγουν τις τεράστιες επιβαρύνσεις που έρχονται και οι οποίες φτάνουν ακόμη και στο 65%. Εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες λοιπόν αντί να καταστρώνουν δημιουργικά σχέδια για τη νέα χρονιά επιλέγουν να έρθουν αντιμέτωποι με το … τέρας της ελληνικής γραφειοκρατίας μόνο και μόνο για να αποφύγουν φόρους και εισφορές που κινούνται στα όρια του παραλόγου.
Η νέα χρονιά φέρνει ριζικές αλλαγές στη φορολόγηση όλων.Πάνω από ένα εκατομμύριο μισθωτοί και συνταξιούχοι, θα βρεθούν στη δυσάρεστη θέση να παραλάβουν χρεωστικό εκκαθαριστικό μέσα στο 2017 αντί του μηδενικού που είχαν να αντιμετωπίσουν μέσα στο 2016. Περισσότεροι από 100.000 επαγγελματίες και επιτηδευματίες, θα έρθουν αντιμέτωποι ακόμη και με υπερδιπλασιασμό των ασφαλιστικών τους εισφορών. Περίπου 1,7 εκατομμύρια ιδιοκτήτες ακινήτων θα κληθούν να πληρώσουν σαφώς περισσότερα για τα εισοδήματα που εισπράττουν από ενοίκια ενώ σε δεινή θέση θα βρεθούν και όσοι εκτός από ένα μισθό, έχουν και εισόδημα από «μπλοκάκι», ειδικά αν το άθροισμα από τις δύο πηγές εισοδήματος ξεπερνά τις 20-25.000 ευρώ. Το σύνολο των ιδιοκτητών μικρομεσαίων επιχειρήσεων –ομόρρυθμων και ετερόρρυθμων επιχειρήσεων- θα κληθούν να πληρώσουν περισσότερο φόρο λόγω αύξησης του φορολογικού συντελεστή ενώ κατά 50% αυξάνεται ο φόρος στα μερίσματα που θα διανείμουν τα νομικά πρόσωπα. Εκτός από τα… εξατομικευμένα μέτρα που πλήττουν ανάλογα με την πηγή του εισοδήματος υπάρχουν και τα «οριζόντια» που είναι γενικής εφαρμογής: όλοι όσοι δηλώνουν εισοδήματα πάνω από 12.000 ευρώ θα υποστούν τις συνέπειες από την αύξηση της εισφοράς αλληλεγγύης ενώ το «πακέτο» με τις αυξήσεις των έμμεσων φόρων που ενεργοποιείται από την Πρωτοχρονιά δεν κάνει… διακρίσεις: πλούσιοι και φτωχοί θα επιβαρυνθούν εξίσου. Ανά πηγή εισοδήματος, οι επιβαρύνσεις έχουν ως εξής:
Μισθωτοί-συνταξιούχοι
Το 2016, το σύνολο των μισθωτών και των συνταξιούχων με μοναδική πηγή εισοδήματος τον μισθό ή τη σύνταξή τους, παρέλαβαν μηδενικό εκκαθαριστικό καθώς το σύνολο του φόρου που τους αναλογούσε, είχε παρακρατηθεί από το 2015. Το 2017, το εκκαθαριστικό θα είναι χρεωστικό καθώς το 2016 αφήνει μισθωτούς και συνταξιούχους με… ανοικτούς λογαριασμούς. Η μείωση του αφορολογήτου, η αλλαγή των φορολογικών συντελεστών και (κυρίως) η αύξηση της εισφοράς αλληλεγγύης, δεν υπολογίστηκε στην αλλαγή της παρακράτησης από τον Ιανουάριο αλλά από τον Ιούλιο. Έτσι, υπάρχουν «χρωστούμενα» τουλάχιστον έξι μηνών τα οποία σε αρκετές περιπτώσεις ανέρχονται σε αρκετές εκατοντάδες ευρώ, ειδικά αν τα εισοδήματα ξεπερνούν το επίπεδο των 50.000 ευρώ.
Εισοδηματίες
Εισοδήματα από ακίνητα, εμφανίζουν στην Ελλάδα περίπου 1,7 εκατομμύρια φορολογούμενοι η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων δηλώνουν κάτω από 12.000 ευρώ. Ακόμη και αυτοί οι ιδιοκτήτες όμως, δεν θα γλιτώσουν τις επιβαρύνσεις οι οποίες θα υπάρξουν ακόμη και για όσους δηλώνουν… 1 ευρώ. Η νέα κλίμακα βάσει της οποίας θα φορολογηθούν τα εισοδήματα του 2016, περιλαμβάνει τρεις συντελεστές: 15% για εισοδήματα έως 12.000 ευρώ, 35% από 12.000 έως 45.000 ευρώ και 45% από 45.000 ευρώ και πάνω. Αν προστεθεί και η εισφορά αλληλεγγύης, δημιουργείται ένα «εκρηκτικό μείγμα» που ανεβάζει τον τελικό συντελεστή ακόμη και πάνω από το 40%.
Ελεύθεροι επαγγελματίες – ατομικές επιχειρήσεις
Όποιος αποφασίσει να συνεχίσει την άσκηση ελεύθερου επαγγέλματος, θα πρέπει να αποδεχτεί ότι το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός του –από το 41,8% έως και το 64,57% θα καταλήγει στο ταμείο του δημοσίου είτε υπό μορφή ασφαλιστικών εισφορών, είτε σε μορφή φόρων και λοιπών επιβαρύνσεων. Με το που θα ανακοινώσει το υπουργείο Εργασίας το οριστικό πλαίσιο υπολογισμού των ασφαλιστικών εισφορών για το 2017, αναμένεται να ξεκινήσει το μεγάλο ξεκαθάρισμα στην αγορά καθώς χιλιάδες επαγγελματίες θα έρθουν αντιμέτωποι με τεράστιες επιβαρύνσεις.
Ειδικά ορισμένες κατηγορίες όπως είναι οι ασφαλισμένοι μετά το 1993 που έχουν ένα «μπλοκάκι» για να ενισχύουν το εισόδημά τους θα υποστούν δραματική μείωση εισοδήματος καθώς θα αυξηθούν οι φόροι ενώ για πρώτη φορά θα κληθούν να πληρώσουν ασφαλιστικές εισφορές χάνοντας έως και το 27% των αποδοχών από το «μπλοκάκι» με το… καλημέρα.
Δεν υπάρχει κανείς ελεύθερος επαγγελματίας ο οποίος δεν θα πρέπει να δίνει τουλάχιστον το 40% των αποδοχών του στο κράτος. Για παράδειγμα, ελεύθερος επαγγελματίας είχε το 2016 μεικτό εισόδημα 10.000 ευρώ. Από αυτό θα αφαιρεθούν οι ασφαλιστικές εισφορές που κατέβαλε στον ΟΑΕΕ το 2016 (περίπου 4000 ευρώ στην 4η κλάση) και επί της διαφοράς που είναι το καθαρό κέρδος θα επιβληθούν οι ασφαλιστικές εισφορές του 2017: περίπου 1895 ευρώ. Μέσα στο 2017 θα πληρώσει φόρο εισοδήματος 1783 ευρώ και τέλος επιτηδεύματος 650 ευρώ. Έτσι, οι συνολικές επιβαρύνσεις θα ανέλθουν στις 4328,37 ευρώ ή στο 43,28% του ετήσιου εισοδήματος. Οι κρατήσεις «ξεφεύγουν» για τους –λιγοστούς στην Ελλάδα- επαγγελματίες οι οποίοι δηλώνουν τα πραγματικά εισοδήματα. Έτσι, στις 55.000 ευρώ εισόδημα, το σύνολο των κρατήσεων φτάνει στις 27.746 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 50,45% του εισοδήματος ενώ ξεπερνά ακόμη και το 54% για όσους έχουν αποδοχές άνω των 100.000 ευρώ.