Τετραπλασιάστηκαν οι αναλήψεις – Σήκωσαν 1,4 δισ. ευρώ από καταθέσεις τον Ιούλιο
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, οι καταθέσεις στις εμπορικές τράπεζες μειώθηκαν τον Ιούλιο στα 120,8 δισ. ευρώ από 122,2 δισ. ευρώ τον Ιούνιο. Από αυτά τα 102,9 δισ. ευρώ είναι οι καταθέσεις των νοικοκυριών, που οδηγούν ουσιαστικά τη συρρίκνωση των καταθέσεων με αναλήψεις μετρητών 1,2 δισ. ευρώ μέσα σε ένα μήνα εν μέσω περιορισμών στις αναλήψεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον αντίστοιχο περυσινό μήνα οι αναλήψεις των νοικοκυριών από τις τράπεζες ήταν μόλις 276,6 εκατ. ευρώ, γεγονός που σημαίνει ότι φέτος σηκώθηκαν τετραπλάσια ποσά από τα συνήθη. Οπως σχολιάζουν χαρακτηριστικά τραπεζικά στελέχη το όριο των 60 ευρώ την ημέρα, αθροίζει περί τα 1.800 ευρώ τον μήνα, χρήματα που υπό ομαλές συνθήκες, δηλαδή εάν δεν είχαν επιβληθεί τα capital controls ή δεν υπήρχε εν γένει αβεβαιότητα, η πλειοψηφία των νοικοκυριών θα τα άφηνε στις τράπεζες. Ο φόβος ώθησε την πλειοψηφία των καταθετών σε ανάληψη του συνόλου του επιτρεπόμενου ποσού, ακόμη και εάν δεν χρειαζόταν τα χρήματα αυτά τα οποία τελικώς συσσώρευε στο σπίτι για κάθε ενδεχόμενο.
Ανάλογη ήταν και η συμπεριφορά των επιχειρήσεων, πολλές από τις οποίες κυρίως μικρομεσαίες δεν τοποθετούσαν τις εισπράξεις που είχαν λόγω του τουρισμού στις τράπεζες. Τα στοιχεία της ΤτΕ δείχνουν ότι οι καταθέσεις των επιχειρήσεων μειώθηκαν κατά 158,3 εκατ. ευρώ τον Ιούλιο και τα υπόλοιπα διαμορφώθηκαν στα 17,9 δισ. ευρώ από 18,1 δισ. ευρώ τον Ιούνιο. Αντίθετα πέρυσι και συγκεκριμένα μεταξύ Ιουνίου και Ιουλίου, που οι συνθήκες στον τουρισμό ήταν παρόμοιες, τα υπόλοιπα των επιχειρήσεων στις τράπεζες είχαν αυξηθεί κατά 251 εκατ. ευρώ. Σε περιβάλλον capital controls, οι μόνες καταθέσεις ήταν αυτές των μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες διακινούσαν υψηλά ποσά δεν μπορούσαν να τα έχουν ασφαλή εκτός τράπεζας.
Από τα στοιχεία της ΤτΕ, προκύπτει ότι η μεγάλη μείωση στις αποταμιεύσεις των νοικοκυριών προήλθε στις προθεσμιακές καταθέσεις, από τις οποίες αποσύρθηκαν 7,4 δισ. ευρώ, συρρικνώνοντας τα υπόλοιπα σε κλειστούς λογαριασμούς από τα 55,2 δισ. ευρώ τον Ιούνιο στα 47,8 δισ. ευρώ τον Ιούλιο. Αιτία είναι το γεγονός ότι η πλειοψηφία των καταθετών προτίμησε να μην ανανεώσει τις προθεσμιακές καταθέσεις που έληξαν και τα χρήματα που απελευθερώθηκαν από τους κλειστούς λογαριασμούς, μεταφέρθηκαν σε λογαριασμούς ταμιευτηρίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ποσοστό των ανανεώσεων περιορίστηκε μόλις στο 30%, δηλαδή 1 στα 3 ευρώ περίπου, από 85% που ήταν πριν από τα capital controls. Ετσι οι καταθέσεις στο ταμιευτήριο αυξήθηκαν από τα 39,4 δισ. ευρώ στα στα 44,3 δισ. ευρώ καταγράφοντας αύξηση κατά 4,9 δισ. ευρώ. Αν και οι καταθέτες δεν μπορούσαν να κάνουν ανάληψη των ποσών που διατηρούσαν στους κλειστούς λογαριασμούς, οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων οδήγησαν την πλειοψηφία των καταθετών στο να κρατούν τα χρήματά τους ανοιχτά, προτιμώντας την «ασφάλεια» των λογαριασμών ταμιευτηρίου από τη δέσμευση των κλειστών λογαριασμών. Τη λογική αυτή ενίσχυσε η πολύ χαμηλή απόδοση που έχουν πια τα χρήματα σε προθεσμιακές καταθέσεις, καθώς τα επιτόκια έχουν πέσει σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα και δεν υπερβαίνουν το 1,10%, που ήταν κατά τον Ιούνιο και το μέσο επιτόκιο των ανανεώσεων.
Λιγότερες χορηγήσεις
Αρνητική ροή χρηματοδότησης ύψους 607 εκατ. ευρώ καταγράφηκε τον Ιούλιο, συντηρώντας τη συρρίκνωση της χρηματοδότησης από τις τράπεζες προς τον ιδιωτικό τομέα σε αρνητικά επίπεδα. Η αρνητική ροή χρηματοδότησης σημαίνει ότι τα δάνεια που αποπληρώθηκαν ή διαγράφηκαν ως μη εξυπηρετούμενα, ήταν περισσότερα από αυτά που χορηγήθηκαν. Ετσι ο δανεισμός του ιδιωτικού τομέα περιορίστηκε στο τέλος Ιουλίου στα 206,8 δισ. ευρώ και ο ρυθμός χρηματοδότησης υποχώρησε κατά 1,5% σε σχέση με τον αντίστοιχο περυσινό μήνα. Στις θετικές εξελίξεις είναι η ανακοπή της πτώσης του ρυθμού χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, ο δανεισμός των οποίων διαμορφώθηκε στα 97,4 δισ. ευρώ. Αιτία είναι η αύξηση του ρυθμού χρηματοδότησης της βιομηχανίας, που ενισχύθηκε κατά 3,7% και των ασφαλιστικών επιχειρήσεων που ενισχύθηκε κατά 16,5%. Αντίθετα, η χρηματοδότηση των νοικοκυριών υπήρξε αρνητική κατά 3,1% και το χρέος τους υποχώρησε στα 95,8 δισ. ευρώ.