Το Πολυτεχνείο … πέθανε και τα έβαψε μαύρα. Γιατί δεν μπορούμε να πούμε ότι το πολυτεχνείο ζει, αυτή η θλιβερή εικαστική παρέμβαση σοκάρει από κοντά, θα το βεβαιώσουν εκτός από εμάς και η συντριπτική πλειοψηφία των περαστικών που φωτογράφιζαν με έκπληξη και αποστροφή το “έργο τέχνης”. Κι αν τα κοινά έργα τέχνης αφήνουν το δικαίωμα επιλογής να το δει κάποιος ή όχι, εδώ δεν υπάρχει αυτή η πολυτέλεια αφού επιβάλλεται με το ζόρι στους περαστικούς. Η φωτογραφία ίσως να κολακεύει το δημιούργημα μιας και το κίτρινο χρώμα των ταξί φωτίζει κάπως το θλιβερό αποτέλεσμα.
Αυτά από μας, δείτε παρακάτω τι λέει το άρθρο της Καθημερινής για το θέμα:
Ολα αυτά συμβαίνουν εν μέσω ενός κλίματος σαφώς διχαστικού και έκκεντρου, με τη συζήτηση επιεικώς εκτός θέματος. Χθες, πάντως, προκλήθηκε εισαγγελική παρέμβαση, με σκοπό τη διενέργεια κατεπείγουσας προκαταρκτικής εξέτασης για τη διάπραξη του, πλημμεληματικού βαθμού, αδικήματος της «διακεκριμένης φθοράς σε αντικείμενο που χρησιμεύει για κοινό όφελος». Επίσης, σε ερώτηση που κατέθεσε προς τον υπουργό Δικαιοσύνης, ο βουλευτής Νικήτας Κακλαμάνης ζήτησε την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα, «ώστε να τιμωρούνται αυστηρότερα οι παραβάτες με μεγαλύτερη ποινή και χρηματικό πρόστιμο».
Και όλα αυτά ενώ έχουν ήδη διατυπωθεί εύλογες απορίες για τις ευθύνες τόσο της πρυτανείας όσο και της αστυνομίας, καθώς ο βανδαλισμός απαίτησε ένα ορισμένο χρόνο. Δεν ομολογείται, αλλά φαίνεται ότι ισχύει: κανείς δεν θέλει «να μπλέξει». Δεν εκπλήσσει που το υπ. Παιδείας φρονεί ότι «οι εκφράσεις αυθόρμητης τέχνης της νέας γενιάς – όσο σεβαστές και αν είναι – απαιτούν όρια και μέτρο». Η ανακοίνωση της συνόδου των πρυτάνεων χαρακτηρίζει «μαύρη και αποκρουστική» την εικόνα του κτιρίου και την παρουσιάζει χωρίς συμβολισμούς, όπως επέλεξε ο αν. υπουργός Πολιτισμού Ν. Ξυδάκης, ο οποίος, αναφερόμενος στο γκράφιτι που «απεικόνισε την κρίση», λέει ότι «η σκοτεινιά του αναδύεται από το ζοφερό μικροκλίμα της περιοχής». Ωστόσο, ο αν. υπουργός μιλάει επίσης ξεκάθαρα για «βανδαλισμό»: «Το γκράφιτι κατέλαβε επιθετικά το ΕΜΠ και βανδάλισε το αρχιτεκτονικό μνημείο. Αλλοίωσε όχι μόνο τη μορφολογία του, αλλά και την ιστορική του φυσιογνωμία. Επιπλέον έφθειρε τα μάρμαρα, ελπίζουμε όχι ανεπανόρθωτα».
Η σύνοδος των πρυτάνεων μιλάει ευθέως για μία πράξη – αποκορύφωση μιας σταδιακής απαξίωσης του Δημόσιου Πανεπιστημίου. Οι δράστες, αναφέρεται στο κείμενο που εξέδωσαν, «δείχνοντας έλλειψη πολιτισμού και σεβασμού στην Ιστορία, πλήττουν με τις πράξεις τους ηθελημένα και συνειδητά το Ελληνικό Δημόσιο Πανεπιστήμιο».
Αυτή τη σκληρή γλώσσα την αποφεύγει συνειδητά το υπουργείο. Και άλλοι φορείς, όμως, της πόλης έχουν σιωπήσει. Δύσκολα ακούγεται δημοσίως η άποψη ότι απαιτείται απλώς τήρηση των νόμων. Εφαρμογή της νομοθεσίας. Δύσκολα θα παραδεχθεί κανείς ότι η ελληνική πολιτεία, η αστυνομία, η πρυτανεία, η τοπική αυτοδιοίκηση «χαμηλώνουν» με φόβο μπροστά στο τεράστιο έλλειμμα αδυναμίας τήρησης των νόμων.
Ωστόσο, το υπουργείο Πολιτισμού, «στενά συνδεδεμένο με την ευρύτερη περιοχή, μέσω του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και του κεντρικού του κτιρίου, ανησυχεί για την κλιμακούμενη αποσάθρωση του αστικού ιστού και θα αναλάβει πρωτοβουλίες να αναβαθμίσει μαζί με όλους τους θεσμικούς φορείς και τις κοινωνικές συλλογικότητες. Και ασφαλώς θα διαθέσει στο ΕΜΠ την τεχνογνωσία των συντηρητών του για την αποκατάσταση των μαρμάρινων στοιχείων».