Πολλές από τις μεταφορικές φράσεις που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητα δεν είναι απλά σχήματα λόγου αλλά θεωρείται πως βοηθούν να καταλάβουμε την προσωπικότητα των άλλων και του εαυτού μας. Κατά πόσο όμως μια φράση, όπως, “χρησιμοποιώ το μυαλό ή την καρδιά μου” μας αντιπροσωπεύει στην πραγματικότητα; Οι θέσεις αυτές συνδέονται με στερεότυπα ή με την αλήθεια;
Η καρδιά και το μυαλό στον μεταφορικό λόγο, εκφράζονται με τέτοιον τρόπο ώστε να αποδίδουν τα σπουδαιότερα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας ενός ατόμου. Τείνουμε να πιστεύουμε ότι το μυαλό συνδέεται με τη λογική και την πνευματικότητα ενώ η καρδιά θεωρείται το κέντρο των συναισθημάτων από όπου πηγάζουν στοιχεία όπως η φροντίδα και η συμπόνοια. Φράσεις όπως “έχει μεγάλη καρδιά” ή “ξέρει πώς να χρησιμοποιεί σωστά το μυαλό του” θεωρούνται από τις πιο παγιωμένες στην καθημερινότητά μας.
Μια σειρά από μελέτες δείχνουν ότι εάν ένα άτομο ταυτίζεται περισσότερο με το συναίσθημα ή τη λογική, στην πραγματικότητα αυτό φανερώνει πολλά για την προσωπικότητά του. Από στοιχεία που εκτίθενται στο psychology today προκύπτει πως οι άνθρωποι που λειτουργούν περισσότερο, με τη λογική, τείνουν να είναι πιο πνευματικοί αλλά κρίνονται συναισθηματικά παγεροί στις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Εκείνοι που ταυτίζονται με το συναίσθημα, και δρουν, ακούγοντας εκείνο που τους λέει η καρδιά τους, εκφράζουν πιο εύκολα αυτά που νιώθουν και είναι πιο ζεστοί στις σχέσεις που αναπτύσσουν με τους γύρω τους.
Πολλές γνωστές μεταφορές που χρησιμοποιούνται λοιπόν κατά τη διάρκεια του προφορικού λόγου στην καθημερινότητα, είναι κάτι παραπάνω από απλές εκφράσεις, καθώς παρέχουν στοιχεία για την προσωπικότητα ενός ανθρώπου. Σε μια έρευνα που διεξήχθη το 2013 από τους μελετητές Fetterman και Robinson, οι συμμετέχοντες έπρεπε να απαντήσουν σχετικά με το ποιο σημείο του σώματός τους θεωρούσαν ότι σχετίζεται με τον εαυτό τους, οπότε κλήθηκαν να επιλέξουν ανάμεσα στο μυαλό και την καρδιά.
Οι συμμετέχοντες στην πρώτη ομάδα θεωρούσαν ότι η λογική είναι το πιο σημαντικό σημείο επάνω τους, ενώ στη δεύτερη το συναίσθημα. Όσοι επέλεξαν την καρδιά για να τους εκπροσωπήσει όπως ήταν αναμενόμενο, εμφάνιζαν εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά προσωπικότητας από εκείνους που είχαν διαλέξει το μυαλό. Όσοι κινούνταν με βάση την καρδιά, περιέγραφαν τους εαυτούς τους με πιο έντονα συναισθήματα. Χαρακτηρίζονταν πιο εκδηλωτικοί συναισθηματικά, πιο θερμοί στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, με περισσότερη διαίσθηση, και μεγαλύτερο ενδιαφέρον για δραστηριότητες που καλλιεργούν την οικειότητα.
Όσοι κινούνταν περισσότερο με τη λογική, περιέγραφαν τον εαυτό τους με περισσότερη πνευματικότητα, ενώ πίστευαν ότι είναι συναισθηματικά πιο παγεροί και πιο προσηλωμένοι σε διανοητικές δραστηριότητες. Οι υπέρμαχοι του συναισθήματος διέθεταν πιο ευχάριστη προσωπικότητα σε σύγκριση με τα άτομα που πρέσβευαν τη λογική, αλλά οι δύο ομάδες δεν εμφάνισαν διαφορές στη σχολαστικότητα, στις νευρώσεις ή το πόσο ανοιχτοί ήταν σε νέες εμπειρίες.
“Οι άνθρωποι που λειτουργούν περισσότερο, με τη λογική, τείνουν να είναι πιο πνευματικοί αλλά κρίνονται συναισθηματικά παγεροί στις διαπροσωπικές τους σχέσεις. Εκείνοι που ταυτίζονται με το συναίσθημα θεωρείται ότι εκφράζουν πιο εύκολα αυτά που νιώθουν και είναι πιο ζεστοί στις σχέσεις που αναπτύσσουν”
Προς γενική έκπληξη, οι εκπρόσωποι της λογικής τα πήγαν πράγματι πολύ καλύτερα σε ό,τι σχέση με νοητικές δραστηριότητες. Σε όλους τους συμμετέχοντες δόθηκε ένα τεστ γενικών γνώσεων και τους ζητήθηκε να σημειώσουν τις βαθμολογίες τους από το σχολείο και το πανεπιστήμιο αντίστοιχα. Όσοι χρησιμοποιούσαν περισσότερο τη λογική, είχαν ελαφρώς περισσότερες γνώσεις και είχαν υψηλότερες βαθμολογίες σε σχέση με τους πιο συναισθηματικούς. Η ερευνητική ομάδα υπέθεσε ότι οι πιο έξυπνοι άνθρωποι λειτουργούν περισσότερο με το μυαλό παρά με την καρδιά και αυτό ίσως θα μπορούσε να εξηγήσει τα αποτελέσματα.
Συχνά τείνουμε να θεωρούμε πως γνωρίσματα της ανθρώπινης προσωπικότητας, όπως η εμπιστοσύνη, η ειλικρίνεια, η υπακοή δεν συνδέονται με χαρακτηριστικά στα οποία πρωτοστατεί η υψηλή νοημοσύνη, ανεξάρτητα από το εάν αυτή η θέση είναι ή όχι, αντικειμενικά σωστή. Το φύλο επίσης είναι ένα ακόμη στοιχείο που παίζει σημαντικό ρόλο. Οι ίδιοι μελετητές διαπίστωσαν πως όσοι έπρατταν με την καρδιά, συμπλήρωναν ένα πιο “φεμινιστικό” ψυχολογικό πορτρέτο οπότε ήταν πιο πιθανό να είναι γυναίκες παρά άνδρες.
Μια παλιότερη έρευνα του 2004 υποδεικνύει αντίστοιχα, πως η ευστροφία και η υψηλή νοημοσύνη βρίσκονται πιο κοντά σε ένα ανδρικό προφίλ. Οι άνθρωποι τείνουν λοιπόν να θεωρούν ότι η ευγένεια και η προθυμία είναι γυναικεία χαρακτηριστικά και γι’ αυτό τα συνδέουν με χαμηλότερη νοημοσύνη, αλλά σε άλλες έρευνες αναφέρεται ότι ο ευχάριστος χαρακτήρας δεν έχει καμία σχέση με τον δείκτη νοημοσύνης ή τις γενικές μας γνώσεις. Προκειμένου να καταλήξουν σε έγκυρα συμπεράσματα πάνω σε αυτές τις απόψεις, οι ειδικοί προχώρησαν σε ένα έξυπνο πείραμα για να καθοδηγήσουν με έμμεσο τρόπο την προσοχή των συμμετεχόντων είτε στη λογική είτε στο συναίσθημα.
Όσοι συμμετείχαν, χωρίστηκαν τυχαία και κλήθηκαν να τοποθετήσουν τον δείκτη του κυρίαρχου χεριού τους είτε στο κεφάλι τους είτε στο μέρος της καρδιάς. Η ερευνητική ομάδα τους εξήγησε ότι το πείραμα αφορούσε τον τρόπο που απαντούσαν στις ερωτήσεις, χρησιμοποιώντας είτε το κυρίαρχο είτε το μη κυρίαρχο χέρι τους, ενώ οι λέξεις “λογική” και “συναίσθημα” αποφεύχθηκαν σκόπιμα ώστε να μην καταλάβουν τον πραγματικό σκοπό του πειράματος. Μετά, έπρεπε να απαντήσουν σε μια σειρά από δύσκολες ερωτήσεις γενικών γνώσεων, αλλά και σε μια σειρά από ηθικά διλήμματα, μέσω ενός υπολογιστή, χρησιμοποιώντας το μη κυρίαρχο χέρι τους.
Η ευστροφία και η υψηλή νοημοσύνη βρίσκονται πιο κοντά σε ένα ‘ανδρικό’ προφίλ;”
Όπως ήταν αναμενόμενο, οι συμμετέχοντες που δρούσαν περισσότερο με τη λογική, απάντησαν σωστά στις ερωτήσεις γενικών γνώσεων ενώ οι πιο συναισθηματικοί ανταποκρίθηκαν στα ηθικά διλήμματα με πιο συναισθηματικό και λιγότερο λογικό τρόπο. Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η πρώτη ομάδα είχε μεγαλύτερη ευκολία στην επίλυση των προβλημάτων που απαιτούσαν διανοητική εργασία, ενώ η δεύτερη έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στο συναίσθημα για τη λήψη αποφάσεων.
Το πείραμα των Fetterman και Robinson είναι παράδειγμα ενός φαινομένου γνωστού ως “μηχανισμός επιρροής συμπεριφοράς”, το οποίο περιλαμβάνει συνήθως καθοδήγηση της συμπεριφοράς. Τα τελευταία χρόνια, τα πειράματα συμπεριφοράς έχουν δημιουργήσει μεγάλη διαμάχη ανάμεσα στους ψυχολόγους καθώς είναι δύσκολο να επαληθευτούν. Αυτό δεν σημαίνει ότι και τα αποτελέσματα των Fetterman και Robinson θα πρέπει να αγνοηθούν, ωστόσο θα ήταν προτιμότερο να αντιμετωπιστούν με κάποια προσοχή μέχρι να επαληθευτούν σε ένα μεγαλύτερο δείγμα πληθυσμού.
Το πείραμα των Fetterman και Robinson, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, προσφέρει ενδιαφέροντα συμπεράσματα. Οι ερευνητές σημειώνουν ότι κάθε είδος αυτοαντίληψης έχει τα αντίστοιχα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν περισσότερο τη λογική τους μπορεί να είναι πιο έξυπνοι και πιο ορθολογικοί, αλλά είναι συνήθως και ψυχροί με αποτέλεσμα οι κοινωνικές σχέσεις να μην είναι το δυνατό τους χαρτί. Όσοι λειτουργούν με το συναίσθημα είναι πιο ευχάριστοι στους γύρω τους, αλλά μπορεί επίσης να αντιδρούν υπερβολικά στο στρες.
Αν είναι αλήθεια ότι η μετατόπιση της προσοχής μας είτε προς τη λογική είτε προς το συναίσθημα μπορεί να αλλάξει προσωρινά τη σκέψη και τη συμπεριφορά κάποιου, τότε αυτό θα μπορούσε να μας βοηθήσει στο να είμαστε πιο ευέλικτοι στον τρόπο με τον οποίο ανταποκρινόμαστε στις απαιτήσεις της καθημερινότητας. Δεν χρειάζεται να επικεντρωνόμαστε αποκλειστικά στη λογική ή στο συναίσθημα, αλλά μπορούμε να κάνουμε αλλαγές και να προσαρμοζόμαστε κάθε φορά στις προκλήσεις της καθημερινότητας.
Πηγή: pathfinder.gr