Ακούστε το: Jacques Brel – Ne me quitte pas και ανακαλύψτε το νόημα της βαθιάς δοτικής αγάπης και την απόλαυση μιας διαπεραστικής ερμηνείας.
[youtube=http://www.youtube.com/watch?feature=player_detailpage&v=oUghYLeYPkM]
Ένας στίχος περιεκτικός που ίσως να παρατηρήσατε ότι έχει εμπνεύσει πολλούς τραγουδοποιούς που δανείστηκαν νοήματα (δεν εννοώ την μεταγλωτισμένη εκδοχή, αλλά για παράδειγμα το ¨σύνορα η αγάπη δε γνωρίζει ¨ ), αλλά το συγκεκριμένο είναι πολύ πιο μεστό.
Με την ευκαιρία μια ματιά στην ενδιαφέρουσα, δημιουργική ζωή του όπως ξεφυλλίζεται στην wikipedia.και στο musicheaven.gr :
O Ζακ Ρομέν Ζωρζ Μπρελ [Jacques Romain Georges Brel] (γεν. Βρυξέλλες, 8 Απριλίου 1929, θ. Παρίσι, 9 Οκτωβρίου 1978) ήταν Βέλγος τραγουδιστής και τραγουδοποιός. Ανήκει στους σημαντικότερους εκπροσώπους του μεταπολεμικού σανσόν.
Οι πρώτες συνθέσεις του χρονολογούνται το 1950, αλλά η καριέρα του ουσιαστικά ξεκίνησε το 1953 με τις πρώτες εμφανίσεις του στο θέατρο Les trois baudets του Παρισιού. Από το 1957 απέκτησε διεθνή φήμη. Στη δεκαετία του ’50 υιοθέτησε ένα λυρικό ύφος, συνδυάζοντας το θρησκευτικό και ηθικό ζήλο με το νεανικό ρομαντισμό, ωθώντας τον Ζωρζ Μπρασένς να του αποδώσει το παρωνύμιο «Ηγούμενος» (γαλ. Abbé Brel). Το 1963 εμφανίστηκε στο Κάρνεγκι Χολ και αργότερα περιόδευσε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής και τη Σοβιετική Ένωση. Στη δεκαετία του ’70 πρωταγωνίστησε, υποδυόμενος τον Δον Κιχώτη, στο μιούζικαλ Homme de la Mancha [Ο άνδρας από τη Μάντσα], και συμμετείχε ως ηθοποιός ή παραγωγός σε αρκετές ακόμα ταινίες, μέχρι το 1973. Το 1971 σκηνοθέτησε την ταινία Franz. Για ένα μεγάλο διάστημα αποσύρθηκε στις Μαρκήσιους νήσους, στη Γαλλική Πολυνησία, και επέστρεψε στη μουσική το 1977, με το δίσκο Les Marquises, σημειώνοντας εκ νέου μεγάλη επιτυχία. Πέθανε από καρκίνο το 1978.
Οι στίχοι του διέπονται συχνά από σατιρικό και δραματικό ύφος, ασκώντας κριτική σε κοινωνικές και ηθικές αξίες, όπως ενδεικτικά αυτή αποτυπώνεται στα τραγούδια Les Bourgeois και Les Flamandes. Ερμηνευτής με μεγάλη εκφραστικότητα, ο Μπρελ ενσωμάτωσε θεατρικά στοιχεία στις εμφανίσεις του. Η μουσική του είχε επίδραση σε αρκετούς δημιουργούς, όπως στον Λέοναρντ Κοέν, στον Ντέηβιντ Μπόουι και κυρίως στον Σκοτ Γουόκερ, ο οποίος ερμήνευσε αρκετές συνθέσεις του Μπρελ. Ορισμένα τραγούδια του μεταφράστηκαν στην αγγλική γλώσσα και έγιναν διεθνείς επιτυχίες, όπως το Le moribοnd [Ο ετοιμοθάνατος] (1961), μεταφρασμένο ως Seasons in the Sun και το Ne me quitte pas [Μη με αφήνεις] με τον αγγλικό τίτλο If You Go Away.
Η πιο εκρηκτική προσωπικότητα του γαλλόφωνου τραγουδιού, γεννήθηκε 8 Απριλίου 1929 στο Schaerbeck των Βρυξελλών, σε μια αστική οικογένεια και πήρε αυστηρή χριστιανική παιδεία. Ο Jacques Romain Georges Brel, μόλις 16 ετών, έφτιαξε με τους φίλους του ένα μικρό θίασο και οργάνωνε παραστάσεις με δικά του έργα.
Στα 18 του έχοντας αποτύχει στις σπουδές του, υποχρεώθηκε από τον πατέρα του να εργαστεί στην οικογενειακή τους επιχείρηση. Συγχρόνως, γράφτηκε στο «France Cordée», ένα φιλανθρωπικό κίνημα που θα γίνει πρόεδρός του και θα δώσει πολλές παραστάσεις με δημοφιλέστερη εκείνη του μικρού πρίγκιπα του Saint-Exupéry. Εκεί γνωρίζει και τη μελλοντική του σύζυγο Thérèse Michielsen.
Το 1950, έχοντας τελειώσει το στρατιωτικό του, παντρεύεται και ένα χρόνο αργότερα, αποκτά την πρώτη του κόρη, τη Chantal. Με έκδηλη την απέχθειά του στη δουλειά του γραφείου, αφιερώνει όλο και περισσότερο χρόνο στη μουσική. Τραγουδάει τις συνθέσεις του στις παρέες του και σε μικρές σκηνές του Βελγίου, μα η ωμότητα του δεν γίνεται αποδεκτή από το κοινό.
Το 1953, βγάζει το πρώτο του δισκάκι και ο Jacques Canetti, της Philips, πιστεύει στο ταλέντο του και τον προσκαλεί στη Γαλλία. Πρόσκληση που ο Brel αποδέχεται μετά τη γέννηση της δεύτερης κόρης του, Φρανς. Έτσι, παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς του, που του έκοψε κάθε οικονομική υποστήριξη, φεύγει μόνος του στο Παρίσι.
Περνάει δύσκολα και το κοινό τον υποδέχεται χλιαρά. Οι περισσότερες εμφανίσεις του, είναι αποτυχημένες. Το 55, καταφέρνει να φέρει τη γυναίκα και τα κορίτσια του στο Παρίσι και μένουν στη συνοικία Montreuil. Τότε γνωρίζει και τον πιο πιστό του φίλο, Georges Pasquier, που φώναζε Jojo.
Το 1956, έχοντας βγάλει το πρώτο του album, γνωρίζεται με τον πιανίστα François Rambert, που γίνεται μόνιμος συνοδός του στο πιάνο, κατανοεί την καθολικότητα του Brel και του δίνει τη μουσική μορφή που του λείπει, αναλαμβάνοντας όλες τις ενορχηστρώσεις του στο στούντιο. Στη σκηνή ο μεγάλος καλλιτέχνης, δουλεύει πια με τον πιανίστα Gérard Jouannest και γράφουν μαζί το μεγαλύτερο μέρος του ρεπερτορίου του. (Madeleine, la chanchon de vieux amants)…
Το 1958, αποκτά την Τρίτη του κόρη Isabelle και από τότε κάνει μια σημαντική καριέρα με ρεσιτάλ σε όλο τον κόσμο, γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία. Το κοινό τον αναγνωρίζει ως αυθεντικό άνθρωπο του θεάματος. Παρόλο το θρίαμβό του, αρχίζει να σκέφτεται να εγκαταλείψει το τραγούδι από το 61.
Το 1962, φεύγει από τη Philips, και υπογράφει στην Barclay, όπου και κυκλοφορεί το
album “Le plat pays”, αφιερωμένο στην πατρίδα του. Λίγους μήνες αργότερα δημιουργεί τη δική του εταιρεία που διευθύνει η γυναίκα του. Όπου κι αν εμφανίζεται, φροντίζει να δίνει χώρο και χρόνο στους νέους για να παρουσιάζουν το ταλέντο τους.
Το 1967, εγκαταλείπει οριστικά το τραγούδι, δίνοντας το τελευταίο ρεσιτάλ του στο Roubaix της Βόρειας Γαλλίας και αφιερώνεται στο θέατρο και τον κινηματογράφο. Κάνει φιλμ και παραστάσεις, αγοράζει με ένα φίλο του ένα ιστιοφόρο και παθιάζεται με την ιδέα των ταξιδιών.
Γνωρίζει απίστευτη επιτυχία παίζοντας τον Σάντσο Πάντσα, που μετά από 150 παραστάσεις εγκαταλείπει και κανείς δεν τολμά να πάρει τον ίδιο ρόλο. Το καλοκαίρι του 1969, αγοράζει ένα αεροπλάνο και παρακολουθεί μαθήματα πιλότου σε μια Ελβετική σχολή. Εξακολουθεί να γυρίζει ταινίες και τα τραγούδια του επανακυκλοφορούν με νέες ενορχηστρώσεις.
Το 1973, κυκλοφορεί ένα δισκάκι, που τα έσοδά του χαρίζονται σε μια οργάνωση για τα ανάπηρα παιδιά. Λίγο αργότερα χάνει τον καλό του φίλο Jojo. Το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου, παντρεύει τη μεγάλη του κόρη. Στη συνέχεια βρίσκεται στις Βρυξέλλες, εγχειρίζεται στον πνεύμονα και μαθαίνει πως πάσχει από καρκίνο. Τότε δηλώνει πως επιθυμεί να περάσει τη ζωή που του απομένει μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και να πεθάνει μόνος.
Το 1975, τον βρίσκει με τη γυναίκα του στα νησιά Marquises, όπου εγκαθίσταται στο νησάκι Hiva-Oa και αρχίζει μια καινούρια ζωή. Αγοράζει ένα καινούργιο αεροπλάνο, το βαπτίζει Jojo και το μετατρέπει σε αερο-ταξί για να βοηθάει τις ανάγκες των νησιωτών. Πηγαινοέρχεται στις Βρυξέλλες, για τις ιατρικές του εξετάσεις, μα πάντα επιστρέφει στο νησί, παρόλο που το κλίμα δεν είναι κατάλληλο για την υγεία του.
Το 1977, αποφασίζει να κυκλοφορήσει ένα δίσκο με 17 τραγούδια που έγραψε στα νησιά, κόβει το κάπνισμα και τον ηχογραφεί με μεγάλο ενθουσιασμό. Χωρίς καμιά διαφήμιση πουλάει σχεδόν 1.000.000 αντίτυπα με την κυκλοφορία του.
Τον Ιούλιο του 1978, η άσχημη κατάσταση της υγείας του, τον οδηγεί σε νοσοκομείο Παρισινού προαστίου και τελικά πεθαίνει στις 9 Οκτωβρίου, στα 49 του χρόνια. Θάφτηκε στις 12 δίπλα από τον τάφο του ζωγράφου Γκωγκέν. Πολλοί μεγάλοι καλλιτέχνες έχουν επανεκτελέσει τα τραγούδια του. Το 1981, η κόρη του Φρανς, ίδρυσε στη μνήμη του το ίδρυμα Jacques Brel, που κάνει γνωστό το έργο του πατέρα της σε όλο τον κόσμο μα και που υποστηρίζει τις έρευνες κατά του καρκίνου και βοηθάει τα νοσηλευόμενα παιδιά.