Μείωση ΦΠΑ 3%, μέσω κάρτας: Η αλήθεια πίσω από το μύθο πολύ ενδιαφέρον, χρήσιμο και κατανοητά δοσμένο. Διαβάστε το ως το τέλος, μη λυπηθείτε το χρόνο, αξίζει.
Μας το έστειλε αναγνώστης και το δημοσιεύουμε επειδή το βρήκαμε πολύ ενδιαφέρον, χρήσιμο και κατανοητά δοσμένο. Διαβάστε το ως το τέλος, μη λυπηθείτε το χρόνο, αξίζει.
Μείωση ΦΠΑ 3%, μέσω κάρτας: Η αλήθεια πίσω από το μύθο
Τη δεκαετία του ’90 στήναμε (επεκτείναμε για την ακρίβεια) τα δίκτυα
POS (είναι αυτά τα ρημάδια μηχανάκια που περνάνε τις πιστωτικές
κάρτες). Ωραίες εποχές. Η κατάσταση στην αγορά ήταν τριτοκοσμική,
αλλά και οι τράπεζες κερδοσκοπούσαν ασύστολα διεκδικώντας προμήθειες 5
– 6%, ακόμα και περισσότερες. Ο λόγος ήταν ότι τα ηλεκτρονικά
μηχανάκια ήταν δυσεύρετα και ακριβά την ώρα που ο αναμενόμενος τζίρος
ήταν χαμηλός, λόγω έλλειψης ανάλογης κουλτούρας. Τα απλά μηχανάκια
από την άλλη πλευρά, άφηναν μεγάλα φέσια.
Δούλευα σε ιδιωτική τράπεζα με μεγάλη ρέντα και διάθεση σύνθλιψης του
κρατικού ανταγωνισμού. Στις πρώτες επισκέψεις διαπιστώσαμε ότι
παίζαμε μόνοι μας. Κατεβάζαμε την προμήθεια στο 4% με το καλημέρα και
τοποθετούσαμε ηλεκτρονικό μηχανάκι – σωστή βιτρίνα, αναβαθμίζοντας και
το μαγαζί. Σε λίγους μήνες είχαμε πετάξει έξω Εθνική και Εμπορική,
που κυριαρχούσαν έως τότε, αφού κανένας εκεί δεν προνόησε να
επισκεφθεί τους πελάτες και να διαπραγματευτεί τις προμήθειες, είχαν
σοβαρότερα συνδικαλιστικά θέματα να επιλύσουν.
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζαμε ήταν η άρνηση πολλών επιχειρηματιών να
προωθήσουν σοβαρά τις πωλήσεις μέσω πιστωτικών καρτών, γιατί
αντιδρούσαν σε δύο πολύ σημαντικά θέματα:
Η προμήθεια προς την τράπεζα ήταν δυσανάλογη
Η συναλλαγή ήταν ”καθαρή” και δεν μπορούσαν να φοροδιαφύγουν
Σε αντιστάθμισμα τους τονίζαμε ότι ο πελάτης που χρησιμοποιεί
πιστωτική κάρτα ψωνίζει πάντα περισσότερο εμπόρευμα και η επιχείρηση
κτίζει ένα σύγχρονο προφίλ και μια χρήσιμη βάση δεδομένων. Στο τέλος
βρίσκαμε τη χρυσή τομή και η τράπεζα θησαύρισε.
Με τον καιρό οι κάρτες δίνονταν από τα σούπερ – μάρκετ, ο τζίρος
υπερδεκαπλασιάστηκε, τα μηχανάκια – διάολοι φθήνυναν και οι προμήθειες
έπεσαν στο 1,5 – 2% ακόμα και χαμηλότερα.
Τότε ξεκίνησε το μεγαλύτερο κόλπο, με τις προεξοφλήσεις. Καθώς οι
κρατικές τράπεζες είχαν ιδιωτικοποιηθεί και νέοι μικρότεροι παίκτες
είχαν μπει δυναμικά στον ανταγωνισμό, τα έσοδα κλονίστηκαν. Κανένα
πρόβλημα. Ήταν άλλωστε η εποχή που η εντολή από πάνω ήταν: Δώστε
λεφτά, πουλάμε λεφτά, δανείστε τους, υπερδανείστε τους, σκίστε τους.
Πηγαίναμε λοιπόν στο υπάρχον πελατολόγιο και πουλούσαμε προεξοφλήσεις
και άτοκες δόσεις. Δηλαδή υπογράφαμε μια δανειακή σύμβαση με τον
επιχειρηματία και ότι τζίρο έκανε από τις κάρτες με άτοκες δόσεις, του
δίναμε εμείς το 80 – 90% μπροστά ως κεφάλαιο κίνησης και ενεχυριάζαμε
τις καταβολές από τις πιστωτικές. Πρακτικά δηλαδή, αντί το μαγαζί να
κάνει εκπτώσεις και παζάρια, πουλούσε σε υψηλές τιμές, προσφέροντας σε
αντάλλαγμα, άτοκες δόσεις. Περιττό να πω, πόσο προσοδοφόρο υπήρξε
αυτό για τις τράπεζες, ποικιλοτρόπως .
Γιατί τα θυμήθηκα όλα αυτά;
Γιατί διάβασα και εγώ την πρόταση για τη μείωση του ΦΠΑ και σκίρτησα.
Σκίρτησα γιατί πριν από δύο χρόνια, εργαζόμενος ως αναλυτής σε μια
εταιρία συμβούλων ελληνικών συμφερόντων στη Σόφια, μου ανέθεσαν μια
μελέτη για την ψηφιοποίηση των συναλλαγών, προκειμένου να κατατεθεί
στο χειμαζόμενο ΥΠΟΙΚ και να πάρουν οι άνθρωποι καμία βαρβάτη κρατική
σύμβαση.
Τι έλεγε η επίμαχη μελέτη;
Περιληπτικά, ότι αν υποχρεώσουμε όλες οι συναλλαγές να γίνονται μέσω
POS με πιστωτικές ή χρεωστικές κάρτες, θα προκύψουν δύο σοβαρά
αποτελέσματα:
Θα κτυπηθεί δραστικά η φοροδιαφυγή (η κάρτα είναι ο μεγαλύτερος ρουφιάνος)
Θα ενισχυθεί δραστικά το παραπαίον τραπεζικό σύστημα, καθώς οι
τράπεζες θα ενισχύονταν, τόσο από τις προμήθειες, όσο και από το
γεγονός της μη εκροής καταθέσεων, αφού οι πολίτες θα ήταν αναγκασμένοι
να τηρούν καταθετικούς λογαριασμούς για να πραγματοποιούν τις
συναλλαγές τους.
Η μελέτη, που βρίσκεται καταχωνιασμένη σε κάποιο συρτάρι του ΥΠΟΙΚ,
πήγαινε ακόμα παραπέρα και προέβλεπε τοποθέτηση POS (αντί για
ταμειακή) ακόμα και στα περίπτερα και τις λαϊκές και την ουσιαστική
κατάργηση του φυσικού χρήματος, ως ριζικού μέτρου πάταξης της
φοροδιαφυγής, ενώ θα γινόταν αυτόματα ο διαχωρισμός ΦΠΑ, προκαταβολής
φόρου κερδών, τραπεζικής προμήθειας, εσόδων επιχείρησης και με τον
τρόπο αυτό θα μπορούσε να μειωθεί δραστικά η φορολογία (10%) και να
απογειωθούν τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους, αφού θα παρακάμπτονταν
οι γραφειοκρατικοί, χρονοβόροι μηχανισμοί είσπραξης.
Αν με ρωτήσετε αν συμφωνώ με τη μελέτη αυτή, η απάντηση είναι όχι,
απλώς εκτέλεσα μια εργασία και πληρώθηκα (καλούτσικα) για αυτό. Και
δε συμφωνώ, για δύο λόγους:
Ο κάθε τρελαμένος διαχειριστής statement ή εφοριακός έχει πρόσβαση σε
λεπτομέρειες της προσωπικής μας ζωής
Οι τράπεζες μετατρέπονται ακόμα περισσότερο σε γενικοί νταβατζήδες της
καθημερινότητάς μας
(Η μελέτη καθώς προεξοφλούσε τις πολιτικές αντιδράσεις που θα
προκαλούσε ένα τόσο ακραίο μέτρο, προέβλεπε τη δημιουργία κεντρικού
διατραπεζικού κέντρου πληρωμών, με τη μορφή ανεξάρτητης αρχής
πιστοποιημένης ως προς την πολιτική απορρήτου. Ωστόσο αυτό είναι μόνο
ένα χάπι και δε διασφαλίζει το κοινωνικό σύνολο από ένα τόσο σοβαρό
ζήτημα που προκαλεί ιστορικά ρίγη.)
Έκανα όμως αυτό το μακροσκελές ιστορικό για να καταλήξω στους λόγους
για τους οποίους ένα τέτοιο σύστημα στην Ελλάδα είναι καταδικασμένο
να αποτύχει, αν δεν επιβληθεί με σχεδόν αστυνομικούς όρους, γιατί ενώ
στη θεωρία ακούγεται καλό, στην πράξη έχουν προκύψει παράμετροι που το
ακυρώνουν:
Η πιο σημαντική είναι ότι η μέση μικρή και μεσαία επιχείρηση στην
Ελλάδα είναι σε τέτοιοι βαθμό υπερδανεισμένη και εκτεθειμένη στις
τράπεζες, ώστε έχει ισχυρά αντικίνητρα να απορρίψει το δήθεν όφελος
(θα εξηγήσω παρακάτω γιατί είναι δήθεν) του μέτρου, για τον απλούστατο
λόγω του ότι όλα της τα έσοδα θα εξαφανίζονται στη μαύρη τρύπα των
χρεών της. Δηλαδή η τράπεζα θα παρακρατεί το σύνολο του τζίρου της
επιχείρησης και θα τον κατευθύνει σε ληξιπρόθεσμες οφειλές. Αντίθετα,
αν ο επιχειρηματίας πάρει μετρητά, θα μπορέσει ο ίδιος να κατευθύνει
τα χρήματά του στις δικές του προτεραιότητες (ενοίκια, προμηθευτές,
οικογενειακά έξοδα διαβίωσης) που είναι σημαντικότερες. Έτσι θα
ζήσουμε ξανά την αμίμητη ατάκα των 90’s, ”Αδερφέ, με κάρτα κάνει 50,
αλλά αν έχεις μετρητά, 40 (και με απόδειξη)”.
Το δήθεν όφελος
Από το καταδικασμένο αυτό μέτρο δεν κερδίζει κανένας εκτός των
ελάχιστων παράξενων που έχουν ακόμα πιστωτικές κάρτες ή καταθέσεις και
φυσικά των μεγάλων μας προστατών, της ελίτ που ελέγχει τράπεζες,
πολυκαταστήματα και λοιπά ευαγή ιδρύματα:
Ως γνωστόν τα πολυκαταστήματα,, η δομή των οποίων είναι αυστηρή, δε
μπορούν να κρύψουν ΦΠΑ, γιατί σε αντίθετη περίπτωση θα αντιμετώπιζαν
κρούσματα κλοπής από τους υπαλλήλους τους. Συνεπώς το κράτος θα έρθει
αντιμέτωπο με μια νέα μείωση των εσόδων από ΦΠΑ, αφού τα
πολυκαταστήματα με το μέτρο ή χωρίς αυτό, θα απέδιδαν κανονικά το
φόρο. Το κράτος λοιπόν αποφάσισε να κάνει δώρο το 3% στις
συγκεκριμένες επιχειρήσεις, πράγμα που μπορεί να είναι προϊόν πιέσεων
από τις διοικήσεις και τους μετόχους τους, με την απειλή ότι σε
αντίθετη περίπτωση θα ξενιτευτούν.
Κακοφωνίξ