|
|
Την υποχρεωτική ασφάλιση ακινήτων για μεγάλους καταστροφικούς κινδύνους μελετά το υπουργείο Οικονομικών, σε μια προσπάθεια να προλάβει το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης οικονομικής ζημιάς από ένα απρόσμενο γεγονός, όπως ο σεισμός ή η πλημμύρα.
Το θέμα απασχολεί ήδη το υπουργείο Οικονομικών, που έχει συστήσει ειδική νομοπαρασκευαστική επιτροπή για να εξετάσει το θέμα, το οποίο αν και χαρακτηρίζεται πρώιμο, μπορεί να αποτελέσει πιλότο για τη διεύρυνση της υποχρεωτικής ασφάλισης στη χώρα. Το μοντέλο που συζητείται παραπέμπει στη δημιουργία ενός Ταμείου, τη διαχείριση του οποίου θα έχουν οι ασφαλιστικές εταιρείες και το οποίο θα ασφαλίζει υποχρεωτικά όλες τις κατοικίες, τουλάχιστον μέχρι ενός ορισμένου ποσού. Το ποσό της κάλυψης μπορεί να είναι π.χ. 100.000 ευρώ και το κόστος θα επιβαρύνει τον ιδιοκτήτη του ακινήτου, ο οποίος θα πρέπει υποχρεωτικά να διαθέτει το σχετικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο για κάθε πράξη που συνοδεύει το ακίνητο. Το κόστος με βάση τα δεδομένα της ασφάλισης που ισχύουν σήμερα στην ασφαλιστική αγορά, κυμαίνεται στο 1 – 1,5 περίπου ευρώ για κάθε 1.000 ευρώ ασφαλιστικής κάλυψης. Ετσι το κόστος ασφάλισης για ένα ακίνητο που θα ασφαλιστεί για 100.000 ευρώ, υπολογίζεται στα 100 – 150 ευρώ περίπου τον χρόνο. Οι ιδιοκτήτες ακινήτων θα μπορούν φυσικά να ασφαλιστούν και για υψηλότερα ποσά, ανάλογα με την αξία του ακινήτου, αλλά στόχος είναι η εξασφάλιση ενός βασικού επιπέδου ασφαλιστικής κάλυψης. Η λογική της υποχρεωτικής ασφάλισης του ακινήτου, στηρίζεται στο μοντέλο της υποχρεωτικής ασφάλισης οχημάτων για αστική ευθύνη. Το επιχείρημα που υπαγορεύει την επέκτασή του και στην αγορά ακινήτου, είναι η αδυναμία του κράτους να αποζημιώσει τους παθόντες στην περίπτωση ενός απρόσμενου γεγονότος, όπως είναι ο σεισμός, όπου οι συνέπειες είναι γενικευμένες. Οπως εξηγεί ο καθηγητής Ασφαλιστικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και μέλος της νομοπαρασκευαστικής επιτροπής κ. Μιλτιάδης Νεκτάριος, η υποχρεωτική ασφάλιση σπιτιών είναι διαδεδομένη σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, όπου υπάρχει άλλωστε αυξημένη ασφαλιστική συνείδηση, ενώ ακόμη και χώρες όπως η Αλβανία, η FYROM ή η Βουλγαρία, προχώρησαν πρόσφατα στη δημιουργία αντίστοιχων Ταμείων, που αποζημιώνουν τους ασφαλισμένους. Το Ταμείο προτείνεται να λειτουργεί ως Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, το οποίο θα εποπτεύεται από το κράτος, αλλά τη διαχείρισή του θα έχουν οι ασφαλιστικές εταιρείες, οι οποίες έχουν την εμπειρία τόσο του σχεδιασμού των προϊόντων, όσο και της διαχείρισης παρόμοιων χαρτοφυλακίων. Η σκοπιμότητα δημιουργίας ενός νέου φορέα, υπαγορεύεται από το γεγονός ότι το μέγεθος των καταστροφών από ένα ενδεχόμενο σεισμό, μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τις δυνατότητες των ίδιων των ασφαλιστικών εταιρειών και γι’ αυτό τον λόγο απαιτείται η σύμπραξη πολλών εταιρειών, δηλαδή επαρκών κεφαλαίων. Αν και η επιβολή μιας πρόσθετης επιβάρυνσης στα ακίνητα ακούγεται με τα σημερινά δεδομένα ως πολυτέλεια, στην περίπτωση της κάλυψης από καταστροφικά γεγονότα, έχει ουσιαστικό και φυσικά ανταποδοτικό περιεχόμενο. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην περίπτωση του μεγάλου σεισμού το 1999, οι ζημιές υπολογίστηκαν στα 3 δισ. ευρώ, από τα οποία η κρατική συμμετοχή ήταν περίπου στα 800 εκατ. ευρώ. Οι σημερινές δυνατότητες του κράτους κάνουν απαγορευτική οποιαδήποτε πιθανότητα συνεισφοράς σε περίπτωση ενός παρόμοιου ή ακόμη και μικρότερου σε ένταση φαινομένου. Ανάλογη είναι άλλωστε και η ανησυχία για εκτεταμένες καταστροφές από πλημμύρες, ένα φαινόμενο που επίσης, αποκτά μεγαλύτερη συχνότητα πλέον και στη χώρα μας. Να σημειωθεί ότι σήμερα το ποσοστό των ακινήτων στη χώρα που διαθέτουν ασφαλιστική κάλυψη για σεισμό, δεν ξεπερνά το 15%, ποσοστό που συνδέεται άμεσα με το γεγονός ότι σημαντικός αριθμός ακινήτων τα τελευταία χρόνια έχουν αποκτηθεί με τραπεζικό δανεισμό. Στην περίπτωση της ασφάλισης του δανείου, είναι σημαντικό να γνωρίζει κάποιος ότι η αποζημίωση καλύπτει πρώτα την τράπεζα για το μέρος του κεφαλαίου που δεν έχει αποπληρωθεί και μόνο το υπόλοιπο ποσό επιστρέφεται στο δανειολήπτη. Πηγή: Καθημερινή
|