Τα Αγια Θεοφάνια ή Φώτα
Ο πρώτος αγιασμός των Θεοφανίων, «η πρωτάγιαση ή φώτιση», γίνεται την παραμονή της γιορτής στην εκκλησία. Ύστερα ο παπάς παίρνει ένα ένα τα σπίτια με το Σταυρό στο χέρι και ραντίζει μ’ ένα κλωνί βασιλικό όλους τους χώρους του σπιτιού.
Παλιό έθιμο της Κρήτης, σήμερα ξεχασμένο σχεδόν παντού, ήταν η παρασκευή των Φωτοκόλλυβων την παραμονή των Φώτων. Από τα Φωτοκόλλυβα (βρασμένο σιτάρι με όσπρια) έτρωγαν οι νοικοκύρηδες αλλά έδιναν και στα ζώα τους για καλή υγεία και καλή τύχη στο σπιτικό τους.
Όταν γίνει ο αγιασμός, ρίχνει ο παπάς το Σταυρό στο νερό, πραγματοποιώντας έτσι τον Αγιασμό των Υδάτων.Ο μεγάλος αγιασμός γίνεται ανήμερα τα Θεοφάνια στις 6 Ιανουαρίου. Μια μεγάλη πομπή σχηματίζεται και παίρνει το δρόμο που οδηγεί στη θάλασσα ή σε κάποιο ποτάμι, μπορεί και σε μια δεξαμενή. Μπροστά τα εξαπτέρυγα, πίσω οι παπάδες με τα καλά τους άμφια, ύστερα οι αρχές του τόπου και παραπίσω το πλήθος. Στις πόλεις η πομπή γίνεται πιο πλούσια με τη μουσική και τη στρατιωτική παράταξη.
Πηδούν κάποιοι τολμηροί στα παγωμένα νερά και συναγωνίζονται ποιος θα τον πρωτοπιάσει. Αυτός που θα τον ανεβάσει στην επιφάνεια θεωρείται ότι θα έχει καλή τύχη κι υγεία για όλο το χρόνο.
Οι καλικάντζαροι είναι μαυριδεροί, τριχωτοί, με ουρά και μακριά χέρια. Ζουν στα έγκατα της γης και με ένα μεγάλο πριόνι αγωνίζονται να κόψουν τον τεράστιο ξύλινο στύλο που κρατά στη θέση της τη γη. Ο στύλος όμως είναι πολύ χοντρός και γι αυτό χρειάζεται μεγάλη και μακρόχρονη προσπάθεια.
Τις παραμονές των Χριστουγέννων τα έχουν σχεδόν καταφέρει και το στήριγμα της γης είναι έτοιμο να κοπεί και να πέσει. Χαρούμενοι που τα κατάφεραν επιτέλους, οι καλικάντζαροι βγαίνουν επάνω τη γη για να πειράξουν τους ανθρώπους και για να μην σωριαστεί η γη στα κεφάλια τους.
Οι καλικάντζαροι είναι χιλιάδες και ξετρυπώνουν στην επιφάνειά της από κάθε τρύπα. Φοβούνται πολύ το φως και γι’ αυτό τη μέρα κρύβονται. Βγαίνουν όμως από τους κρυψώνες τους τη νύχτα και πειράζουν τους ανθρώπους. Μικρά και ευκίνητα, καθώς είναι, μπαίνουν στα σπίτια απ’ όπου βρουν. Από τις καμινάδες, τις κλειδαρότρυπες, τις χαραμάδες των πορτών και των παραθυριών.
Τους αρέσει να πλατσουρίζουν μέσα στα δοχεία που έχουν οι νοικοκυρές το λάδι, στα τηγάνια, στα τσουκάλια, στα πιάτα. Λερώνουν τα φαγητά με τα ακάθαρτα νύχια τους και αφήνουν τις ακαθαρσίες τους όπου βρουν. Τίποτε βέβαια δεν κλέβουν, αλλά αναστατώνουν τόσο πολύ το σπίτι που το κάνουν αγνώριστο.
Η ονομασία Καλικάντζαροι προέρχεται από το επίθετο «καλός» και από το «κάνθαρος». Η αρχή των μύθων που είναι σχετικοί με τους καλικάντζαρους βρίσκεται στην αρχαιότητα. Οι Αρχαίοι πίστευαν πως οι ψυχές σαν έβρισκαν την πόρτα του Aδη ανοιχτή, ανέβαιναν στον απάνω κόσμο και τριγύριζαν παντού χωρίς έλεγχο και περιορισμούς.
Πολύ αργότερα οι Βυζαντινοί, γιόρταζαν το Δωδεκαήμερο με μουσικές, τραγούδια και μασκαρέματα. Οι άνθρωποι, έχοντας κρυμμένα τα πρόσωπά τους, έκαναν με πολύ θάρρος και χωρίς ντροπή ό,τι ήθελαν. Πείραζαν τους ανθρώπους στους δρόμους, έμπαιναν απρόσκλητοι σε ξένα σπίτια κι αναστάτωναν τους νοικοκύρηδες: ζητούσαν λουκάνικα και γλυκά για να γλιτώσουν απ’ αυτούς έκλειναν πόρτες και παράθυρα. Οι μασκαρεμένοι όμως έβρισκαν πάντα κάποιους τρόπους να εισβάλλουν στα ξένα σπίτια, ακόμα κι από τις καμινάδες. Κι όλα αυτά για δώδεκα μέρες, ως την παραμονή των Φώτων, οπότε με το Μεγάλο Αγιασμό όλα σταματούσαν κι οι άνθρωποι ησύχαζαν.
Ετσι και σήμερα, οι καλικάντζαροι εξαφανίζονται τα Φώτα με τον αγιασμό των νερών. Φεύγουν τότε λέγοντας: «Φεύγετε να φεύγουμε κι έφτασε ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του…»