Για να εισέλθει ένας συνδυασμός (κόμμα, συνασπισμός κομμάτων ή μεμονωμένος υποψήφιος) στο Κοινοβούλιο, πρέπει να λάβει ποσοστό τουλάχιστον 3% επί των εγκύρων ψηφοδελτίων της επικράτειας. Στα έγκυρα δεν συμπεριλαμβάνονται τα λευκά ψηφοδέλτια».
Επίσης, ένας από τους πλέον διαδεδομένους μύθους που ακολουθούν το λευκό ή το άκυρο ψηφοδέλτιο είναι ότι ευνοεί το πρώτο κόμμα. Και αυτός ο μύθος όμως καταρρίπτεται. Όπως εξηγεί ο εκλογολόγος Στράτος Φαναράς: « Ο ισχύον εκλογικός νόμος είναι ξεκάθαρος και δεν χωρά παρερμηνείες.Τα λευκά ψηφοδέλτια δεν προσμετρώνται στα έγκυρα άρα δεν διαμορφώνουν το τελικό εκλογικό αποτέλεσμα» ενώ όσον αφορά την πριμοδότηση που δίνουν τους στο πρώτο κόμμα αναφέρει ότι: « Κάτι τέτοιο δεν ισχύει στην πραγματικότητα παρά μόνο με το σκεπτικό ότι αν οι ψηφοφόροι που έριξαν στις κάλπες λευκό ή άκυρο ψηφοδέλτιο, επέλεγαν κάποιο κόμμα, εκτός του πρώτου, τότε θα διαμόρφωναν ένα διαφορετικό εκλογικό αποτέλεσμα. Πιο απλά, το άκυρο και το λευκό δεν ενισχύουν το πρώτο κόμμα απλά δεν επηρεάζουν την πρωτιά του».
Η σύγχυση που επικρατεί στο εκλογικό σώμα όσον αφορά την λευκή ψήφο απορρέει και από το γεγονός ότι μέχρι και το 2006 τα λευκά ψηφοδέλτια προσμετρώνταν στα έγκυρα. Η προσμέτρηση των λευκών ψηφοδελτίων ως άκυρων έγινε με την ερμηνευτική διάταξη, του άρθρου 1 του νόμου 3434/2006, παρόλο που το Ανώτατο Δικαστήριο με την υπ’ αρ. 12/2005 απόφασή του είχε κρίνει κατά πλειοψηφία ότι η αντίστοιχη ρύθμιση του προηγούμενου νόμου ήταν αντισυνταγματική.
Χαρακτηριστικά, έκρινε ότι η λευκή ψήφος αποτελεί άσκηση εκλογικού δικαιώματος, γι’ αυτό και θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν. Η απόφαση αυτή πάντως ανέτρεπε προηγούμενες αποφάσεις τόσο του ίδιου του Ανώτατου Δικαστήριο όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας, βάση των οποίων η μη προσμέτρηση των λευκών είχε κριθεί σύμφωνη με το Σύνταγμα.
Αντισυνταγματική η αποχή;
«Οι ψηφοφόροι δικαιούνται να ψηφίζουν και δεν υποχρεούται» μας εξηγεί ο Στράτος Φαναράς τονίζοντας ότι μπορεί η ψήφος βάση του Συντάγματος να είναι υποχρεωτική όμως δεν έχει νομικές κυρώσεις σε περίπτωση που ο πολίτης δεν ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα. Μέχρι το 2001 στο κείμενο του Συντάγματος στο άρθρο 51 παρ. 5 υπήρχε η εξής διάταξη: «Η άσκηση του εκλογικού δικαιώματος είναι υποχρεωτική. Νόμος ορίζει κάθε φορά τις εξαιρέσεις και τις ποινικές κυρώσεις». Όμως με την Συνταγματική Αναθεώρηση του 2001 τα περί κυρώσεων αφαιρέθηκαν και διατηρήθηκε μόνον η εξαγγελία περί υποχρεωτικότητας της ψήφου. Έτσι, υπερισχύει η άσκηση της ψήφου ως δικαιώματος παρά ως πολιτειακής υποχρέωσης του εκλογέα. Πάντως στο τελικό εκλογικό τελικό αποτέλεσμα η αποχή έχει την ίδια επίδραση όπως έχει και η λευκή ψήφος ή η άκυρη.