Ραντάρ ταχύτητας τροχαίας: Κι όμως κάποιες φορές είναι παράνομα
Η παρουσία και προφανώς η λειτουργία των φωτογραφικών ραντάρ στους ελληνικούς δρόμους διέπεται από ένα πολύ συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο, το οποίο οι αστυνομικές αρχές οφείλουν να σεβαστούν.
Οι σταθερές ή οι φορητές συσκευές ελέγχου ταχύτητας -τα γνωστά σε όλους μας ραντάρ- αποτελούν ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό όπλο στα χέρια της Ελληνικής Αστυνομίας, στην προσπάθεια που καταβάλλει ώστε να εφαρμόσει τα όσα προβλέπει ο Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας σχετικά με τα επιτρεπόμενα όρια ταχύτητας.
Αυτό που ίσως πολλοί δεν γνωρίζουμε είναι ότι η λειτουργία των τεχνικών μέσων της Ελληνικής Αστυνομίας ή αν προτιμάτε των κατά τόπους τμημάτων Τροχαίας, διέπεται από ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο, το οποίο και διασφαλίζει σε μεγάλο βαθμό την ηθική νομιμοποίηση των συγκεκριμένων ελέγχων.
Πέρα λοιπόν από τη συμμόρφωσή μας με τα όσα προβλέπει ο ΚΟΚ και τη διατήρηση της ταχύτητας του αυτοκινήτου μας εντός των προβλεπόμενων ορίων, είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε πότε ένα τροχονομικός έλεγχος και ειδικότερα μια παράβαση η οποία προκύπτει βάσει των στοιχείων καταγραφής ενός ραντάρ είναι και τυπικά νόμιμη.
Σε περίπτωση που έχουμε να κάνουμε με σταθερό-φωτογραφικό ραντάρ, τότε η σύνταξη της βεβαίωσης της παράβασης συντάσσεται από το αρμόδιο αστυνομικό τμήμα και συνοδεύεται από τρία αντίγραφα του φωτογραφικού υλικού, στο οποίο πέρα από τα στοιχεία κυκλοφορίας του οχήματος θα πρέπει να αναγράφεται η ημερομηνία και η ώρα στην οποία σημειώθηκε η παράβαση.
Αντιθέτως, στην περίπτωση των φορητών-μη φωτογραφικών ραντάρ ταχύτητας, η βεβαίωση της παράβασης βεβαιώνεται την ίδια χρονική στιγμή. Στην προκειμένη περίπτωση το μόνο «αποδεικτικό» είναι η ένδειξη της πιστοποιημένης συσκευής ελέγχου ταχύτητας και φυσικά η μαρτυρία του κατάλληλα εκπαιδευμένου χειριστή.
Κι ενώ θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι η βεβαίωση μιας παράβασης με ένα φορητό ραντάρ ταχύτητας ίσως να αφήνει ένα μικρό περιθώριο αμφισβήτησης, από τη στιγμή που δεν «φωτογραφίζεται» το όχημα και δεν καταγράφεται ο αριθμός κυκλοφορίας του, φαντάζει εξαιρετικά απίθανο το ενδεχόμενο να ανατραπούν οι ισχυρισμοί των αστυνομικών οργάνων.
Βέβαια για τη χρήση τεχνικών μέσων με σκοπό την καταγραφή τροχονομικών παραβάσεων -είτε αυτά πρόκειται για μόνιμες εγκαταστάσεις είτε για φορητές συσκευές- προβλέπεται η τοποθέτηση προειδοποιητικής σήμανσης η οποία θα ενημερώνει τους διερχόμενους οδηγούς για την παρουσία τέτοιου είδους εξοπλισμού.
Σε αντίθετη περίπτωση η χρήση ραντάρ από την Ελληνική Αστυνομία θεωρείται παράνομη, γεγονός που με τη σειρά του δίνει το δικαίωμα στον οδηγό ενός οχήματος να αμφισβητήσει την παράβαση στην οποία έχει υποπέσει.
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειώσουμε ότι το Προεδρικό Διάταγμα το οποίο επιχειρεί να ορίσει το πλαίσιο ορθής χρήσης και λειτουργίας των συγκεκριμένων τεχνικών μέσων δεν ορίζεται με σαφήνεια η απόσταση η οποία θα πρέπει να χωρίζει την προειδοποιητική πινακίδα από το σημείο ελέγχου, περιγράφοντάς την ως «εύλογη».
Ωστόσο δεν είναι μόνον η απόσταση η οποία μπορεί θα θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητα της λειτουργίας-χρήσης τεχνικών μέσων από τις Αστυνομικές Αρχές αλλά και η παρουσία κάποιου δρόμου -μεταξύ της προβλεπόμενης πινακίδας και του σημείου ελέγχου- από τον οποίο μπορεί να εισέλθει ένα όχημα π.χ. σε έναν αυτοκινητόδρομο «παρακάμπτοντας» την προειδοποιητική σήμανση.