Μέρκελ: Προτιμώ νέες εκλογές από μία κυβέρνηση μειοψηφίας
Μετά τις αποτυχημένες χθεσινοβραδινές διερευνητικές διαπραγματεύσεις για τον συνασπισμό «Τζαμάικα» και την συνάντησή της με τον πρόεδρο της Δημοκρατίας της Γερμανίας,Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ, η Άνγκελα Μέρκελπροχώρησε σε δηλώσεις, λέγοντας πως θα προτιμούσε νέες εκλογές από τον σχηματισμό μίας κυβέρνησης μειοψηφίας.
«Αποψή μου είναι ότι οι νέες εκλογές θα είναι μια καλύτερη λύση» είπε η Γερμανίδα καγκελάριος σε τηλεοπτική της συνέντευξη στο ARD, η οποία θα μεταδοθεί αργότερα το βράδυ.
«Ο δρόμος της κυβέρνησης μειοψηφίας πρέπει να γίνει αντικείμενο πολύ εντατικής σκέψης. Είμαι πολύ επιφυλακτική. Δεν είχα σχεδιάσει κάτι τέτοιο, δήλωσε η Άνγκελα Μέρκελ, σημειώνοντας:
Έτσι ο δρόμος για τον σχηματισμό κυβέρνησης είναι πιο δύσκολος από ό,τι θα θέλαμε, αλλά καθιστά εφικτή μια σταθερή φάση κατά την οποία θα μπορούσαμε να θέσουμε νέες κατευθυνσεις—το πώς, θα το αποφασίσει ο Ομοσπονδιακός pρόεδρος.
Νωρίτερα, ο Σταϊνμάιερ δήλωσε πως η Γερμανία αντιμετωπίζει μία άνευ προηγουμένου κατάσταση μετά την αποτυχία των συνομιλιών για νέα κυβέρνηση. Ανέφερε επίσης πως θα συνομιλήσει με τους ηγέτες όλων όσων συμμετείχαν στις συζητήσεις. Τόνισε πως όλα τα κόμματα έχουν την υποχρέωση να προσπαθήσουν για τη δημιουργία μίας κυβέρνησης στο κοντινό μέλλον.
«Βρισκόμαστε ενώπιον μιας κατάστασης η οποία δεν υπήρξε έως τώρα ποτέ στην Ομοσπονδιακή Γερμανία. Η πρόκληση για τα πολιτικά κόμματα είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Πρέπει να ακολουθήσουν την εντολή για σχηματισμό κυβέρνησης – αυτή η ευθύνη υπερβαίνει τα συμφέροντά τους. Η εντολή για τον σχηματισμό κυβέρνησης παραμένει. Δεν μπορείς να επιστρέψεις έτσι απλά την ευθύνη στον ψηφοφόρο. Τα κόμματα πρέπει για άλλη μια φορά να μπουν σε περισυλλογή και να ξανασκεφτούν τις θέσεις τους», δήλωσε ο κ. Σταϊνμάιερ και πρόσθεσε: «Τα κόμματα που εκπροσωπούνται στο Κοινοβούλιο έχουν ως υποχρέωση το κοινό καλό. Περιμένω από όλα τα κόμματα διάθεση για συνομιλίες, για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Όποιος ζητάει την ευθύνη διακυβέρνησης, δεν επιτρέπεται μετά να κρύβεται», ενώ σημείωσε ότι τόσο εντός όσο και εκτός της χώρας -ιδιαίτερα στους Ευρωπαίους εταίρους μας- θα είναι δύσκολο να κατανοηθεί το να μην μπορούν οι πολιτικές δυνάμεις μας να ανταποκριθούν στην ευθύνη τους».
Το «όχι» του Σουλτς
Νέες εκλογές και όχι συμμετοχή σε μεγάλο συνασπισμό με την Χριστιανική Ένωση (CDU-CSU) αποφάσισε ομόφωνα το προεδρείο των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), ενόψει των επίσημων ανακοινώσεων του Αρχηγού του SPD, Μάρτιν Σουλτς.
Πιο συγκεκριμένα, «όχι» σε «μεγάλο» συνασπισμό με την Χριστιανική Ένωση(CDU/CSU) είπε πριν από λίγο ο Αρχηγός των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών(SPD) Μάρτιν Σουλτς, επιμένοντας στην θέση που έλαβε το κόμμα του ήδη από το βράδυ των εκλογών της 24ης Σεπτεμβρίου. Ο κ. Σουλτς τάχθηκε υπέρ της διεξαγωγής νέων εκλογών.
«Η Χριστιανική Ένωση, οι Φιλελεύθεροι (FDP) και οι Πράσινοι έφεραν την χώρα σε δύσκολη κατάσταση. Θεωρούμε σημαντικό οι ψηφοφόροι της χώρας μας να αξιολογήσουν την κατάσταση εκ νέου. Δεν είμαστε διατεθειμένοι να μπούμε σε μεγάλο συνασπισμό. Σε αυτό δεν αλλάζει τίποτα και μία πιθανή αποχώρηση της Άνγκελα Μέρκελ», δήλωσε ο κ. Σουλτς.
Η αποχώρηση του FDP
Το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP) αποχώρησε από τις συνομιλίες λίγο πριν τα μεσάνυχτα της Κυριακής, με τον ηγέτη του κ. Κρίστιαν Λίντνερ, να λέει ότι δεν υπάρχει «κοινή βάση εμπιστοσύνης» μεταξύ του κόμματος και αυτού της καγκελαρίου Άνγκελα Μέρκελ, ούτε και με τους Πράσινους. Επιπλέον, είπε ότι ήταν «καλύτερο να μην κυβερνάτε παρά να κυβερνάτε άσχημα».
Η αποχώρηση αυτή οδήγησε στην αποτυχία των συζητήσεων για συνασπισμό και ίσως σε μία προσπάθεια για δημιουργία μίας κυβέρνησης της πλειοψηφίας. Εξηγώντας τα κίνητρα πίσω από την αποχώρηση αυτή, το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα επεσήμανε μία έλλειψη συμβιβασμού από άλλα κόμματα σε βασικά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών περικοπών, του περιορισμού της γραφειοκρατίας και της εκπαιδευτικής πολιτικής, σύμφωνα με τον διαπραγματευτή του κόμματος, Joachim Stamp.
Το CDU της Μέρκελ έλαβε το μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων (32,9%) στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, όπου το SPD κατέχει το δεύτερο με 20,5% των ψήφων. Η Ριζοσπαστική Αριστερά και οι Πράσινοι έλαβαν το 9% περίπου, ενώ σχεδόν το 11% έφτασε το FDP.
Εν τω μεταξύ, το δεξιό και το αντι-μεταναστευτικό κόμμα AfD κατάφερε μία ιστορική αύξηση ποσοστού στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, καθιστώντας την τρίτη μεγαλύτερη δύναμη στο Μπούντεσταγκ αφού κέρδισε πάνω από το 13% των ψήφων. Το αποτέλεσμα το κατέστησε το πρώτο απόλυτα εθνικιστικό κόμμα με θέση στο γερμανικό κοινοβούλιο εδώ και 60 χρόνια. Η στήριξη για το αντι-μεταναστευτικό κίνημα αυξήθηκε μετά την κρίση των προσφύγων του 2015, όπου η Γερμανία δέχτηκε πάνω από ένα εκατομμύριο.
Από τότε η καγκελάριος Μέρκελ έχει δεχθεί πολλές αρνητικές κριτικές για μία πολιτική «ανοιχτής πόρτας».
Ο Maximilian Krah, πρώην μέλος του CDU της Μέρκελ, δήλωσε στο RT ότι το ζήτημα των προσφύγων ήταν μάλλον ο κεντρικός λόγος για την κατάρρευση των συνομιλιών περί συνασπισμού.
«Αν διαβάσετε τη δήλωση των φιλελευθέρων όταν διέκοψαν τις συνομιλίες του συνασπισμού χθες το βράδυ, η μεταναστευτική κρίση ήταν μία μόνο λέξη ανάμεσα σε πολλές άλλες, κανείς όμως δεν πιστεύει ότι οι συνομιλίες κατέρρευσαν εξαιτίας της συζήτησης για το “Industry 4.0” ή για τη ψηφιακή βιομηχανία», είπε ειρωνικά.