Μέσα σε δεκαοκτώ σελίδες ο Λάκης Γαβαλάς περιγράφει σε ενότητες γραμμένες από τον ίδιο, τη ζωή του ξεκινώντας από τα παιδικά του χρόνια και καταλήγοντας στην πτώση και την φυλακή.
Διαβάστε παρακάτω αποσπάσματα από του κείμενο!
«Γεννήθηκα στο λυκαυγές της δεκαετίας του ’50, όταν η Ελλάδα μάζευε ακόμα τα συντρίμμια του Εμφυλίου. Όταν η αστική τάξη κοίταγε με υπεροπτικό ύφος τη φτωχολογιά που ξυπνούσε και πάλευε, στην αρχή για επιβίωση και αργότερα για διάκριση στο επιχειρείν και την τέχνη. Πόσο όμορφα σε δύο στιχάκια θα αποτύπωνε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ο ποιητής Μανώλης Αναγνωστάκης αυτό το λυκαυγές: «Μη ζητάς, κορίτσι μου, ένα κορδελάκι, μέσα από τα ερείπια φτιάχνω ένα σπιτάκι». Εγώ πρόλαβα τη λεπτή μέση των γυναικών. Ασφυκτικά σφιγμένες από ζώνες που τούρλωναν τα οπίσθια των γυναικών. Τις κλος φούστες. Την καλτσοδέτα στη ραφή του καλσόν. Το περιποιημένο μουστάκι των ανδρών. Πρόλαβα τα γυαλισμένα με μπριγιόλ ανδρικά μαλλιά αλλά και το αυθεντικό χάντρισμα και δίπλωμα του κομπολογιού»
Η Καστέλα και η εποχή της αθωότητας
«Ο μπαμπάς κυρ Διονύσης και η μαμά κυρά Τζοβάννα ήταν υπέροχοι γονείς. Διαρκώς ερωτευμένοι μεταξύ τους. Όχι απλά αγαπημένοι. Εκαναν τρία παιδιά. Εγώ ήμουν το πρώτο. Πέντε χρόνια αργότερα ήρθε στη ζωή η Νούλη και πέντε χρόνια μετά η (βασανιζόμενη σήμερα) Νότα. Ο μπαμπάς, βέρος Πειραιώτης με κυκλαδίτικες ρίζες από την πλευρά του παππού και κρητικές από την πλευρά της γιαγιάς. Η γλυκιά μαμά γεννήθηκε στην Ιταλία από πατέρα και μητέρα Σμυρνιούς. Καπετάνιος ο παππούς από την πλευρά της μαμάς, ταξίδευε παντού και ήταν περιπετειώδης τύπος. Μπορεί να γεννήθηκε στην Ιταλία η μαμά, αλλά από 6 ετών έζησε μόνιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα. Καλόκαρδη, νοικοκυρά, κοκέτα, με πολλά ενδιαφέροντα. Ο μπαμπάς, αυστηρός, πειθαρχημένος και καλός επιχειρηματίας. Ασχολιόταν με τα μάρμαρα. Πούλαγε ελληνικά μάρμαρα στην Ελλάδα την εποχή της ανοικοδόμησης, και σε όλο τον κόσμο. Ακούραστος αλλά και επινοητικός απέσπασε Βραβείο Ευρεσιτεχνίας στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης για τα μηχανήματα κοπής μαρμάρων τα οποία κατασκεύαζε»
«Είμαι εκκεντρικός, είμαι ο διαφορετικός»
«Βολτίτσες με το σχολείο. Στην Καστέλα, κάτω από το θρυλικό Κάβο Ντόρο νοικιάζουμε βάρκα για να πάμε μέχρι το απέναντι νησάκι. Κωπηλασία 200 μέτρων και οι συμμαθητές μου τσακώνονται ποιος θα κάνει κουπί για μένα. Εγώ δίνω παραγγέλματα και το διασκεδάζουμε. Φορητό πικάπ που λειτουργεί με μπαταρίες. Τα 45άρια σινγκλάκια με τις καυτές επιτυχίες της εποχής εναλλάσσονται με ταχύτητα αστραπής. Η αιώνια διαμάχη μεταξύ των τινέιτζερς: Beatles ή Stones; Ποιο συγκρότημα είναι μεγαλύτερο; “Οι Blind Faith”, λέω εγώ. Τους αποσβολώνω. Είμαι εκκεντρικός. “Οι Ten Years After”, τους λέω απανωτά. Είμαι ο εναλλακτικός. Είμαι ο διαφορετικός. Γιατί η καρδιά μου πετάει σαν γλάρος…»
Η μύηση στον χορό και ο έρωτας με τη μόδα
«Και ξαφνικά σοκ και δέος. Ανακαλύπτω τα μιούζικαλ. Σε σινεφίλ κινηματογράφους της Αθήνας. Την Τζίντζερ Ρότζερς και τον Φρεντ Αστέρ, την Τζούντι Γκάρλαντ και τον Τζιν Κέλι. Αέρινα κορμιά να σπάνε το φράγμα της λογικής. Να εξαφανίζεται ο χώρος και ο χρόνος. Σαν ξωτικά να μένουν στην ατμόσφαιρα οι χορευτές. Το προτεταμένο πόδι της Γκάρλαντ, ντυμένο στο σέξι διχτυωτό καλσόν, καθήλωνε το βλέμμα μου και φούσκωνε σαν ηφαίστειο τον εγκέφαλό μου. Παρατάω το σχολικό μπάσκετ και το ρίχνω στον χορό»
Η πτώση και η φυλακή
«Δημιούργησα την ετικέτα .LAK με δέκα monobrand καταστήματα και ένα δίκτυο 130 αντιπροσώπων και καταστημάτων σε όλη την Ελλάδα. Δική μου φίρμα. Δική μας. Ελληνική. Με δικά μας ελληνικά σχέδια, ρούχα και αξεσουάρ σε εξαιρετικά προσιτές τιμές. Για όλο τον κόσμο. Για όλα τα βαλάντια. Η επιτυχία, λόγω της τεχνογνωσίας που είχα ήδη αποκτήσει από τους ξένους οίκους, ήταν ακαριαία. Αρχισα σεμινάρια σε νέους επίδοξους σχεδιαστές, επίδοξους υπεύθυνους παραγωγής προϊόντων, μάρκετινγκ και πωλητές. Ολη τη συσσωρευμένη εμπειρία μου προσπαθούσα να τους τη μεταλαμπαδεύσω. Δεν έκανα σχολή. Δεν έπαιρνα χρήματα από τα νέα ταλαντούχα και φιλόδοξα παιδιά. Τους μάθαινα τη δουλειά. Για να μετατραπεί ο πυρήνας σε λάβα. Και η λάβα σε ηφαίστειο. Και κάηκα. Ηρθε η κρίση. Με βρήκε σε δημιουργική φρενίτιδα και σε επιχειρηματικό άνοιγμα. Είχα απλωθεί πολύ. Υπερανάπτυξη. Και η κρίση έφερε πανικό. Και φάνηκαν οι διοικητικές μου αδυναμίες. Οι λανθασμένες επιλογές προσώπων στα οικονομικά, στις εισπράξεις, στη διαχείριση.
Προσπάθησα να διορθώσω τα λάθη προσδοκώντας στο τέλος της κρίσης που υπόσχονταν οι πολιτικοί παράγοντες. Η κρίση δεν τελείωσε. Εγώ τελείωσα. Χρέη στο Δημόσιο. Αυτόφωρη σύλληψη. “Υποπτος φυγής”. Να φύγω από πού; Από την πατρίδα μου που είμαι βασιλιάς; Να πάω πού; Αφού είμαι πασίγνωστος. Και να κρυφτώ για να ροκανίσω λεφτά που δεν έχω; “Υποπτος να διαπράξει το ίδιο αδίκημα”. Ποιο; Εγώ που τώρα φυσάω και το γιαούρτι; “Πάρτε τα ακίνητα”, φώναξα σε εφοριακούς, ανακριτές και εισαγγελείς, “η αξία τους υπερκαλύπτει το χρέος προς το Δημόσιο!”. “Οχι, προφυλακίζεσαι”. “Και τι θα κερδίσει το Ελληνικό Δημόσιο;” ούρλιαζα. Αλλά το υπερθέαμα της διαπόμπευσής μου ήταν το ζητούμενο. Για να διασκεδαστούν οι μειώσεις μισθών των εργαζομένων πολιτών και τα κάθε λογής χαράτσια. Δεν έλαβαν υπόψη τους 270 εργαζομένους και το γεγονός ότι είχα ήδη πληρώσει πάνω από 80 εκατομμύρια τα τελευταία χρόνια σε Δημόσιο και ασφαλιστικά ταμεία. Αοπλος και φτωχός στην αρένα με τα λιοντάρια. Κατάπτωση και κατάθλιψη. Αδύναμος. Φάντασμα του παλιού μου εαυτού. Εξω από το κελί μου, στον διάδρομο της πτέρυγας, δύο κρατούμενοι, ένας για φόνο και ο άλλος για εμπόριο ναρκωτικών, τραγουδούν φάλτσα: “Τρύπες και στο πουκάμισο και στο σακάκι τρύπες, βρήκαν και μπαινοβγαίνουνε τα βάσανα κι οι πίκρες».
Πηγή: Πρώτο θέμα