Βαρείς και συστηματικούς πότες εξακολουθεί να έχει η Ελλάδα. Η χώρα μας κατατάσσεται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) στη δεύτερη ζώνη σε βαρύτητα κατανάλωσης οινοπνεύματος, ξεπερνώντας χώρες όπως οι ΗΠΑ!
Κάθε Eλληνας πίνει κατά μέσο όρο 10,3 λίτρα αλκοόλ, το οποίο αντιστοιχεί σε 14 μπουκάλια κρασί.
Στην ετήσια έκθεσή τους, οι επιστήμονες του ΠΟΥ κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου, σημειώνοντας ότι το 2012 καταγράφηκαν παγκοσμίως 3,3 εκατομμύρια θάνατοι οι οποίοι συνδέονται με την υπερκατανάλωση αλκοόλ.
Η αλόγιστη χρήση -αναφέρουν- συνδέεται με την εκδήλωση 200 παθήσεων, στις οποίες περιλαμβάνεται η κίρρωση του ήπατος και ορισμένες μορφές καρκίνου.
Βίαιη συμπεριφορά
Η υπερκατανάλωση μπορεί να οδηγήσει σε βίαιη συμπεριφορά και τραυματισμούς. Υπάρχουν υπόνοιες, δε, ότι σχετίζεται με την εκδήλωση φυματίωσης και πνευμονίας.
Τα στοιχεία της έκθεσης που αφορούν την Ελλάδα έχουν διπλή ανάγνωση. Από τη μία, παρατηρείται διαχρονικά μία σταθεροποίηση στην κατανάλωση αλκοόλ από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 έως και το 2010. Η χώρα μας βρίσκεται περίπου στον μέσο ευρωπαϊκό όρο, κατέχοντας την 28η θέση ανάμεσα σε 53 ευρωπαϊκές χώρες.
Από την άλλη, περιλαμβάνεται στη δεύτερη ζώνη ως προς την κατά κεφαλήν κατανάλωση αλκοόλ, από τις έξι ζώνες που χρησιμοποιούνται από τον ΠΟΥ ως βάση μέτρησης.
Την καλύτερη θέση (έκτη ζώνη) κατέχουν μεσανατολικές χώρες και η Τουρκία, με ετήσια κατανάλωση κάτω από 2,5 λίτρα.
Τη χειρότερη (πρώτη ζώνη) κατέχουν χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ και η Ρωσία, όπου η μέση κατανάλωση ξεπερνά τα 12,5 λίτρα.
Το 47% των Ελλήνων δηλώνουν ότι πίνουν κυρίως κρασί, το 28% μπίρα και το 24% ποτά με υψηλή περιεκτικότητα σε αλκοόλ, όπως ουίσκι και βότκα.
Το δυσάρεστο είναι ότι οι νέοι καταναλώνουν αρκετό αλκοόλ και «βαριά» ποτά.
Τρεις στους πέντε μαθητές ηλικίας 13 έως 19 ετών στην Ελλάδα δηλώνουν ότι έχουν πιει κάποιο οινοπνευματώδες ποτό τον τελευταίο μήνα. Ενας στους τρεις δηλώνουν ότι ήπιε πάνω από δέκα φορές, δηλαδή με συχνότητα πάνω από δύο φορές την εβδομάδα.
Τα είδη ποτών στα οποία έχουν μεγαλύτερη προτίμηση είναι το κρασί (47,1%), η μπίρα (43,3%), τα «βαριά» ποτά (42,3%) και τα προσυσκευασμένα αλκοολούχα αναψυκτικά (alcopops) με 37,1%.
Ανησυχητικό είναι και ένα ακόμη εύρημα. Από το 1984 έως το 2011 είχε παρατηρηθεί μία τάση μείωσης της κατανάλωσης αλκοόλ στους νέους, η οποία, όμως, φαίνεται να αντιστρέφεται τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής (ΕΠΙΨΥ).
Ζητούν μέτρα
Οι επιστήμονες του ΠΟΥ αναδεικνύουν την ανάγκη να ληφθούν περισσότερα μέτρα για την πρόληψη των επιπτώσεων από την υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ. Ορισμένες χώρες -σημειώνουν- έχουν ήδη προχωρήσει στη λήψη ειδικών μέτρων, όπως η αύξηση της φορολογίας και του ορίου ηλικίας για την κατανάλωση.
Αναδεικνύουν την ανάγκη ανάπτυξης εθνικών πολιτικών, την επαγρύπνηση των κυβερνήσεων και τη συμμετοχή των συστημάτων Υγείας στην πρόληψη, τη θεραπεία και τη φροντίδα των «ασθενών» και των οικογενειών τους.
Ενδεικτική είναι η επισήμανση ότι -κατά μέσο όρο- κάθε άτομο άνω των 15 ετών πίνει ετησίως 6,2 λίτρα καθαρού αλκοόλ. Με δεδομένο, ωστόσο, ότι μόλις το 38,3% του παγκόσμιου πληθυσμού καταναλώνει οινοπνευματούχα ποτά, η πραγματική μέση κατανάλωση ξεπερνά τα 17 λίτρα τον χρόνο!
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΓΙΩΡΓΟΣ
Δ. Αλαμπάνος, ιδιοκτήτης μπαρ
Πιστοί στο αλκοόλ, κόβουν τα κεράσματα
Περισσότερο από 40 χρόνια βρίσκεται πίσω από την μπάρα και σερβίρει ποτά τους πιστούς θαμώνες που δεν αλλάζουν με τίποτα το κλασικό στέκι τους.
Ο Δημήτρης Αλαμπάνος, ιδιοκτήτης του παραδοσιακού μπαρ «Galaxy» στο κέντρο της Αθήνας, γνωρίζει από πρώτο χέρι τις συνήθειες των Ελλήνων που αγαπούν το αλκοόλ, καθώς τους υποδέχεται μαζί με τον αδελφό του Γιάννη, κάθε βράδυ εδώ και τέσσερις δεκαετίες στο μικρό, μόλις 20 τετραγωνικά, αλλά ιστορικό μαγαζί του στη στοά, απέναντι από το άγαλμα του Κολοκοτρώνη στην οδό Σταδίου.
«Ο Ελληνας δεν θα πάψει ποτέ να πίνει», λέει στο «Εθνος» ο ίδιος. «Μια ολόκληρη ζωή δουλεύω στο μπαρ και ξέρω ότι είμαστε πότες. Ο κόσμος εξακολουθεί να πίνει, αλλά πιο περιορισμένα εξαιτίας της οικονομικής κρίσης. Υπάρχουν άνθρωποι που μπορεί να στερηθούν κάτι άλλο, δηλαδή να μην αγοράσουν καινούργια ρούχα ή δεύτερο ζευγάρι παπούτσια, για να κάνουν οικονομία, αλλά το ποτό τους θα το πιουν», προσθέτει. Οπως μας εξηγεί ο κ. Δημήτρης Αλαμπάνος, οι πελάτες του μπαρ εξακολουθούν να πηγαίνουν, όμως τα τελευταία χρόνια έχουν μειώσει αισθητά την ποσότητα των ποτών που παραγγέλνουν.
«Είναι αλήθεια ότι ο κόσμος πίνει λιγότερα ποτά. Κάποιος που στο παρελθόν έπαιρνε, για παράδειγμα, τέσσερα ποτήρια ουίσκι ή βότκα, τώρα θα πάρει δύο. Παλιά οι θαμώνες έπιναν περισσότερο, γιατί είχαν χρήματα. Ομως, παρά τα οικονομικά προβλήματα, έχουν την ανάγκη να βρεθούν στο αγαπημένο τους στέκι για να ξεσκάσουν».
Από το παραδοσιακό «ποτάδικο» της πόλης έχουν περάσει όλες οι παρέες της Αθήνας, επώνυμες και μη.
Αν και οι οικονομικές δυσκολίες δημιούργησαν μια νέα πραγματικότητα, το κλασικό στέκι παραμένει εκεί αναλλοίωτο και οι «φανατικοί» του είδους το προτιμούν.
«Τη δεκαετία του ΄80 και του ΄90 ο κόσμος, λόγω οικονομικής ευφορίας, έπινε πολύ. Ο ένας κερνούσε τον άλλον. Θυμάμαι χαρακτηριστικά έναν μόνιμο πελάτη μας ο οποίος από την πόρτα φώναζε: Κερασμένο όλο το μαγαζί.
Αυτά δεν συμβαίνουν πια. Ακόμη και επιφανείς πελάτες μας δεν έχουν χρήματα και έχουν μειώσει σημαντικά την ποσότητα των ποτών τους.
Ο Ελληνας, αν και αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, δεν αποχωρίζεται το στέκι του. Του αρέσει η ατμόσφαιρα του μπαρ, δεν αλλάζει το ποτό του και τον αγαπημένο του μπάρμαν, απλά πίνει λιγότερο», καταλήγει ο Δημήτρης Αλαμπάνος.
Πηγή: ethnos.gr